whim

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 08:08, 31 Μαΐου 2017 από τον 2a02:587:4110:2700:64f1:9543:4fce:5ed0 (συζήτηση)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: whip, wit

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

whim (en)

  • το καπρίτσιο
    • καπρίτσιο της στιγμής, στιγμιαία-ξαφνική-παροδική επιθυμία