metre

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 23:06, 29 Αυγούστου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py ΔΦΑ (ipa) update move γλ=)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

metre < γαλλική mètre < μέτρον)

Ουσιαστικό

metre (en)

  1. μέτρο
iki metrelik(1) bir metre(2)
ένα μέτρο(2) δύο μέτρων(1)
beş metrelik(1) çelik metre(3)
πεντάμετρο μέτρο(3)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

metre (tr)

  1. το μέτρο, η βασική μονάδα του μήκους στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων.
  2. το μέτρο, το όργανο της μέτρησης μήκους που χρησιμοποιούν κυρίως οι ξυλουργοί και είναι σπαστό.
  3. το μέτρο, γενικά κάθε όργανο μέτρησης μήκους που μπορεί να μετρήσει από ένα μέτρο(1) και πάνω

Κλίση

Παράγωγα

Συνώνυμα