cramp: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ευχαριστούμε πολύ επισκέπτη! Δεν βάζουμε το ===={{κλίση}}==== σ' αυτά τα μικρά πινακάκια (μόνο στα μεγάλα ελληνικά ρήματα). Το {{βλέπε}} = δείτε επίσης, το χρησιμοποιούμε για όλα τα διαφορετικά
{{ετ|εργαλείο|en|0=-}}
 
(5 ενδιάμεσες εκδόσεις από 3 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|cram|crumb|crump}}
=={{-en-}}==
=={{-en-}}==
{{en-noun-s}}
{{en-noun-s}}
==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=en|kramp}}
{{ΔΦΑ|en|kramp}}


==={{ουσιαστικό|en}}===
==={{ουσιαστικό|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
# {{ιατρ|en}} η [[κράμπα]]
# {{ετ|ιατρ|en}} η [[κράμπα]]
# (''εργαλείο'') ο [[σφιγκτήρας]]
# {{ετ|εργαλείο|en|0=-}} ή [[εξάρτημα]] σύνδεσης:
## {{γενικ}} διάφορα εργαλεία ή εξαρτήματα που χρησιμεύουν στις οικοδομές ή την ξυλουργική σε [[συγκράτηση]] ή [[δέσιμο]], όπως [[άγκιστρο]], [[αρπάγη]], [[γωνία]], [[τσιγκέλι]]
# {{μτφρ|en}} η [[κωλυσιεργία]]
## {{ειδικ}} ο [[σφιγκτήρας]]
##: {{συνών}} [[clamp]]


===={{βλέπε}}====
==={{ρήμα|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
* [[crump]] (δυνατό μπαμ)
# προκαλώ [[κράμπα]]
* [[krump]] (είδος χορού hip-hop)
# [[περιορίζω]], εμποδίζω, δυσκολεύω την [[κίνηση]]
* [[crumb]] (ψίχουλο, θρύμμα)
# [[δένω]], [[στερεώνω]], [[συνδέω]], [[συναρμόζω]], [[σφίγγω]] (''στις κατασκευές, στην ξυλουργική'')
* [[cram]] (παραγεμίζω, φισκάρω, τιγκάρω)

Τελευταία αναθεώρηση της 19:28, 25 Μαΐου 2022

Δείτε επίσης: cram, crumb, crump
      ενικός         πληθυντικός  
cramp cramps

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kramp/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cramp (en)

  1. (ιατρική) η κράμπα
  2. εργαλείο ή εξάρτημα σύνδεσης:
    1. (γενικότερα) διάφορα εργαλεία ή εξαρτήματα που χρησιμεύουν στις οικοδομές ή την ξυλουργική σε συγκράτηση ή δέσιμο, όπως άγκιστρο, αρπάγη, γωνία, τσιγκέλι
    2. (ειδικότερα) ο σφιγκτήρας
       συνώνυμα: clamp

cramp (en)

  1. προκαλώ κράμπα
  2. περιορίζω, εμποδίζω, δυσκολεύω την κίνηση
  3. δένω, στερεώνω, συνδέω, συναρμόζω, σφίγγω (στις κατασκευές, στην ξυλουργική)