[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

The Elder Scrolls

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λογότυπο The Elder Scrolls

To The Elder Scrolls είναι σειρά βιντεοπαιχνιδιών δράσης ρόλων μεσαιωνικής φαντασίας. Η σειρά δημιουργήθηκε το 1994 από την αμερικανική εταιρεία Bethesda Softworks. Τα παιχνίδια της σειράς διαδραματίζονται στην αυτοκρατορία Tamriel, στον φανταστικό κόσμο Nirn.[1]

Τα τέσσερα κύρια και πιο γνωστά παιχνίδια της σειράς ανήκουν στην κατηγορία των παιχνιδιών δράσης ρόλων προοπτικής πρώτου προσώπου: The Elder Scrolls: Arena (1994), The Elder Scrolls II: Daggerfall (1996), The Elder Scrolls III: Morrowind (2002) και The Elder Scrolls IV: Oblivion (2006). Τα άλλα δυο παιχνίδια είναι spin-offs: το An Elder Scrolls Legend: Battlespire (1997) ανήκει στην ίδια κατηγορία, ενώ το The Elder Scrolls Adventures: Redguard (1998) στην κατηγορία των παιχνιδιών δράσης περιπέτειας. Από το 2003, η Bethesda Softworks έχει μεταφέρει τον κόσμο του Elder Scrolls σε φορητές ηλεκτρονικές συσκευές (κινητά τηλέφωνα κ.ά.) με τη σειρά παιχνιδιών The Elder Scrolls Travels.

Η σειρά χαρακτηρίζεται από τις πάρα πολλές δυνατότητες και επιλογές που προσφέρονται στον παίκτη και από τον τεράστιο κόσμο στον οποίο εξελίσσεται ο χαρακτήρας του.

Το The Elder Scrolls: Arena (1994), ο πρώτος τίτλος της σειράς, συγκεντρώνει μερικά βασικά χαρακτηριστικά που αποτελούν σήμα κατατεθέν των The Elder Scrolls: δράση σε έναν τεράστιο κόσμο φαντασίας με πολλές εκατοντάδες τοποθεσίες και εκατοντάδες χαρακτήρες, πάρα πολλές δυνατότητες και μεγάλη ελευθερία στην ανάπτυξη του χαρακτήρα του παίκτη, πολυάριθμες αποστολές (quests), μη γραμμική εξέλιξη, δράση προοπτικής πρώτου προσώπου. Το παιχνίδι επίσης χαρακτηρίζεται από open-ended gameplay, δηλαδή, δεν έχει τέλος όπως τα περισσότερα βιντεοπαιχνίδια και ακόμη και εάν ο παίκτης ολοκληρώσει τη βασική αποστολή (main quest), κάτι που είναι προαιρετικό, η δράση μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Το γνωμικό της σειράς υπήρξε πάντα «Ζήσε μια άλλη ζωή σε έναν άλλο κόσμο»[2] και ο στόχος της Bethesda Softworks να δημιουργεί παιχνίδια που προσφέρουν απεριόριστες δυνατότητες.[3]

Το The Elder Scrolls: Arena διαδραματίζεται σε μια αυτοκρατορία που ονομάζεται Tamriel, η οποία διαιρείται σε 9 επαρχίες. Στη βασική αποστολή (main quest), ο Αυτοκράτορας Uriel Septim VII έχει φυλακιστεί σε μια άλλη διάσταση από τον Αυτοκρατορικό Battlemage Jagar Tharn και ο παίκτης καλείται να τον σώσει. Για το σκοπό αυτό πρέπει να συγκεντρώσει τα οκτώ τμήματα του Staff of Chaos, τα οποία βρίσκονται στις επαρχίες της Tamriel, και έτσι να εξουδετερώσει τον Jagar Tharn. Παρά τα μέτρια γραφικά και τις μονότονες τοποθεσίες και πόλεις, το Arena υπήρξε ένα πρωτοποριακό για την εποχή του παιχνίδι και έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας μοναδικής σειράς.

Το Arena διατίθεται δωρεάν (freeware) στο επίσημο site από το 2004, στο πλαίσιο του εορτασμού των 10 χρόνων της σειράς.

Το The Elder Scrolls II Daggerfall (1996) διαδραματίζεται στις επαρχίες High Rock και Hammerfell και όχι σε ολόκληρη την Tamriel όπως το Arena. Ωστόσο, είναι το μεγαλύτερο παιχνίδι της σειράς και ίσως ο μεγαλύτερος κόσμος παιχνιδιού όλων των εποχών. Εκτιμάται ότι ο κόσμος του Daggerfall έχει έκταση 161.600 τετρ. χλμ. με πάνω από 15.000 οικισμούς και dungeons και περισσότερους από 750.000 non-player χαρακτήρες.[4] Στο main quest του Daggerfall ο Αυτοκράτορας αναθέτει αρχικά στο χαρακτήρα του παίκτη δυο αποστολές: να απελευθερώσει το φάντασμα του αποθανόντος βασιλιά Lysandus από τα δεσμά του και να εξακριβώσει τι απέγινε σε μια επιστολή που έστειλε ο Αυτοκράτορας σε κατάσκοπο των Blades, μιας ομάδας ιπποτών που επιδιώκουν να επισκευάσουν το σιδερένιο γκόλεμ Numidium και χρειάζονται για το σκοπό τους ένα αντικείμενο, το Mantella, δηλαδή την καρδιά του Numidium. Η επιστολή αυτή αναφέρει ότι μόνο η μητέρα του βασιλιά Lysandus γνωρίζει που βρίσκεται το Mantella, αλλά η επιστολή πέφτει στα χέρια ενός orc, του Gortworg, γεγονός που περιπλέκει την κατάσταση…

Μια από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ του Daggerfall και του Arena έγκειται στο σύστημα ανόδου του level (leveling system). Ενώ στο Arena οι χαρακτήρες ανεβαίνουν level μαζεύοντας πόντους εμπειρίας, κυρίως σφάζοντας πλάσματα, στο Daggerfall εφαρμόστηκε ένα σύστημα leveling που βασίζεται στη χρήση των skills του χαρακτήρα, δηλαδή ο χαρακτήρας ανεβαίνει level χρησιμοποιώντας τα skills. Σύμφωνα με την ίδια την Bethesda Softworks, το σύστημα αυτό συνεπάγεται μια βαθύτερη role-playing εμπειρία [5]. Επίσης, στο Daggerfall εφαρμόστηκε μια επαναστατική 3D μηχανή, η XnGine, η οποία πρόσφερε καλύτερα γραφικά και πρωτοποριακά 3D οπτικά εφέ. Η XnGine χρησιμοποιήθηκε και στο Battlespire και το Redguard.

Το Daggerfall διατίθεται δωρεάν (freeware) στο επίσημο site από το 2009, στο πλαίσιο του εορτασμού των 15 χρόνων της σειράς.

An Elder Scrolls Legend: Battlespire

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με το An Elder Scrolls Legend: Battlespire (1997) και το The Elder Scrolls Adventures: Redguard (1998) η Bethesda Softworks δεν ακολούθησε το πρότυπο των πρώτων δυο τίτλων αλλά δημιούργησε δυο spin-offs, παιχνίδια μικρότερα σε μέγεθος και διάρκεια και με λιγότερες δυνατότητες.

Στο Battlespire, παιχνίδι ρόλων προοπτικής πρώτου προσώπου, ο παίκτης αναλαμβάνει το ρόλο ενός αυτοκρατορικού πράκτορα που κατόπιν εντολής του Αυτοκράτορα μεταβαίνει στο βασίλειο Battlespire, τη μαγική ακαδημία των battlemages, για να εξακριβώσει τους άγνωστους λόγους για τους οποίους η επικοινωνία με την ακαδημία έχει σταματήσει. Ο παίκτης ανακαλύπτει ότι ένας στρατός Daedra, θεϊκών όντων, έχει εισβάλλει στο Battlespire και έχει σφάξει το προσωπικό, ενώ η ίδια η ακαδημία κινδυνεύει να διαλυθεί. Ο χαρακτήρας του παίκτη περιπλανιέται στα 7 επίπεδα του Battlespire για να σώσει την ακαδημία και τη ζωή του. Στο παιχνίδι αυτό προσφέρεται η επιλογή για multiplayer gaming.[6]

The Elder Scrolls Adventures: Redguard

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με τους προηγούμενους τρεις τίτλους, το Redguard είναι παιχνίδι δράσης περιπέτειας προοπτικής τρίτου προσώπου. Η δράση εξελίσσεται περίπου 4 αιώνες πριν από τα γεγονότα του Arena, στο Hammerfell και το νησί Stros M'Kai, πατρίδα των Redguard. Ο παίκτης χειρίζεται τον Cyrus, έναν Redguard μισθοφόρο που επιστρέφει στο Stros M'Kai σε αναζήτηση της χαμένης αδελφής του, της Iszara. Στη συνέχεια, ο Cyrus ανακαλύπτει μια μεγάλη πολιτική συνωμοσία που απειλεί την πατρίδα του και θα ηγηθεί μιας ομάδας επαναστατών, της Restless League, στην προσπάθεια του να κατατροπώσει τον προσωρινό κυβερνήτη του Stros M'Kai, τον Amiel Richton.[7]

Τέσσερα χρόνια μετά το Redguard, η Bethesda Softworks επιφύλαξε το sequel του Daggerfall, το The Elder Scrolls III: Morrowind (2002), με φόντο το μεγάλο νησί Vvardenfell στην επαρχία Morrowind, πατρίδα των Dark Elves. Στο τρίτο κεφάλαιο της σειράς, ο θεός Dagoth Ur, που κατοικεί στο ηφαιστειακό Ερυθρό Βουνό (Red Mountain), στο κέντρο του Vvardenfell, φιλοδοξεί να διώξει τους αυτοκρατορικούς κατακτητές από το Morrowind χρησιμοποιώντας κατασκόπους και ένα πελώριο γκόλεμ (Numidium), καταστρέφοντας το νησί και διαφθείροντας το νου των αδυνάτων στέλνοντας τους όνειρα. Καθώς η υπόθεση εκτυλίσσεται και μετά από δοκιμασίες, αποκαλύπτεται ότι ο χαρακτήρας του παίκτη είναι ο Nerevarine, δηλαδή, η μετενσάρκωση του Nerevar, αρχαίου ήρωα Dark Elf. Με τη βοήθεια του θεού Vivec, ο παίκτης αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή να καταστρέψει την Καρδιά του Lorkhan, η οποία τροφοδοτεί το γκόλεμ, και να εξουδετερώσει τον Dagoth Ur.

Κατά το σχεδιασμό του Morrowind, η Bethesda Softworks εφάρμοσε την εξής σημαντική αλλαγή: ο κόσμος του Morrowind είναι πολύ μικρότερος από αυτός των Arena και Daggerfall, με λιγότερες τοποθεσίες και χαρακτήρες, αλλά πολύ πιο λεπτομερής, διαδραστικός και ουσιαστικός.[8] Με αυτόν τον τρόπο η Bethesda Softworks απέφυγε τη μονοτονία των Arena και Daggerfall και ταυτόχρονα διατήρησε σε πολύ υψηλό επίπεδο την πολυμορφία του κόσμου και του παιχνιδιού και την ελευθερία στην ανάπτυξη του χαρακτήρα. Επίσης, δίνεται στον παίκτη η δυνατότητα επιλογής προοπτικής πρώτου και τρίτου προσώπου.

Το Morrowind υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής τίτλος και κυκλοφόρησαν δυο expansions: το The Elder Scrolls III: Tribunal (2002), που λαμβάνει χώρα στην πόλη Mournhold, την πρωτεύουσα της επαρχίας, και στην Clockwork City, και το The Elder Scrolls III: Bloodmoon (2003), με φόντο το Solstheim, ένα νησί με χιόνια και δάση, βορειοδυτικά του Vvardenfell.

Για το τέταρτο κεφάλαιο της σειράς, το The Elder Scrolls IV: Oblivion (2006), η Bethesda Softworks μετέφερε τη δράση στην καρδιά της αυτοκρατορίας, στην επαρχία Cyrodiil. Η επαρχία αυτή βρίσκεται στο έλεος όντων Daedra που προέρχονται από το επίπεδο Oblivion και πύλες που οδηγούν στο Oblivion ανοίγουν σε όλη την Cyrodiil. Με τη βοήθεια του Martin, διαδόχου του δολοφονημένου αυτοκράτορα Uriel Septim VII, και των Blades, ο παίκτης καλείται να βρει συμμάχους κλείνοντας πύλες (Oblivion Gates) και το κλεμμένο Amulet of Kings, ώστε να σώσει την Cyrodiil και την Tamriel από την εισβολή των Daedra και του Mehrunes Dagon, Daedric Πρίγκιπα της Καταστροφής.

Μετά από πιέσεις των θαυμαστών, η Bethesda Softworks ανακοίνωσε την ημερομηνία κυκλοφορίας του πέμπτου μέρους της σειράς, με τίτλο The Elder Scrolls V: Skyrim, η οποία ήταν 11/11/11. Το πέμπτο μέρος διαδραματίζεται στο Skyrim, βόρεια επαρχία της ηπείρου Tamriel, και έχει πολλά καινούρια χαρακτηριστικά.

Μερικά από αυτά είναι η παρουσία δράκων και η χρήση των perks, ειδικών δυνατοτήτων που δίνονται καθώς ο παίκτης παίρνει εμπειρία, τα οποία πρωτοεμφανίστηκαν δυναμικά στο Fallout 3 της ίδιας εταιρίας, ενώ το Skyrim λαμβάνει χώρα 200 χρόνια μετά τα γεγονότα του Oblivion. Η επαρχία βρίσκεται σε εμφύλιο πόλεμο εξ' αιτίας της δολοφονίας του βασιλιά της, ενώ την ίδια στιγμή ο θεός Alduin, με την μορφή δράκου, απειλεί τον κόσμο με καταστροφή. Ο παίκτης παίρνει τον ρόλο του τελευταίου εν ζωή Dovahkiin (δρακογεννημένου), και πρέπει να αντιμετωπίσει τον Alduin και να σώσει το Skyrim.

Όπως και σε όλα τα παιχνίδια της σειράς, η ολοκλήρωση της βασικής αποστολής δεν σημαίνει και τερματισμό του παιχνιδιού. Αντιθέτως, υπάρχει πληθώρα άλλων αποστολών, που μπορούν να κρατήσουν τον παίκτη ενεργό για πολύ καιρό ακόμη.

Τα Elder Scrolls αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο που συχνά αναφέρεται στα παιχνίδια της σειράς. Είναι περίπλοκοι και απόκρυφοι πάπυροι που χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη του μέλλοντος. Λέγεται ότι φυλάγονται στο Hall of Records, που πιστεύεται ότι είναι μέρος του Βασιλικού Παλατιού, από τους Moth Priests, που είναι οι μόνοι που μπορούν να τα ερμηνεύσουν.

  1. «Lore:Nirn - The Unofficial Elder Scrolls Pages (UESP)». www.uesp.net (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2017. 
  2. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2010. 
  3. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 6 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 7 Απριλίου 2010. 
  4. «The Elder Scrolls II: Daggerfall (Game) - Giant Bomb». Giant Bomb (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2017. 
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 7 Απριλίου 2010. 
  6. «Battlespire:Battlespire - The Unofficial Elder Scrolls Pages (UESP)». www.uesp.net (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2017. 
  7. «Redguard:Redguard - The Unofficial Elder Scrolls Pages (UESP)». www.uesp.net (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2017. 
  8. «Morrowind:Morrowind - The Unofficial Elder Scrolls Pages (UESP)». www.uesp.net (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]