[go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu
1 Plásmata II: Ioannina : Συζητήσεις, 18.06.2023, Διάλεξη 1η: « ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΗ ΡΩΓΜΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ » Γιώργος Σμύρης, Σκοπός της παρουσίασης αυτής δεν είναι άλλος από το να διερευνήσουμε μαζί τον δομικό μας χώρο. Και αφού τον ορίσουμε, αν τα καταφέρω τελικά, να επιχειρήσουμε την μετάβαση από την απλή παρατήρησή του, στη σφαίρα των ιδεών και του λόγου. Να αναπτύξουμε δηλαδή την σχέση του με εκείνα τα χαρακτηριστικά που εκφεύγουν της υλικότητας και συνδέουν την ύλη με τον νου. Η ιστορία των πόλεων αποτελεί ίσως το ασφαλέστερο πεδίο για να ερευνήσουμε και να γνωρίσουμε την πιο άμεση σφαίρα της ζωής μας, ως κοινωνικών όντων: η πόλη είναι ο χώρος όπου ζούμε την καθημερινότητά μας, χαιρόμαστε, λυπούμαστε και εργαζόμαστε, είναι το κέντρο της έννοιας «σπίτι» και το αυθεντικό νόημα στη λέξη «περιβάλλον». Διερωτώμαι μήπως μέσα από αυτή θα συνειδητοποιήσουμε ότι τελικά είμαστε όλοι απότοκοι του χώρου που βιώνουμε; Προϋποθέτει φυσικά μία παραδοχή: ότι η διατήρηση των υλικών καταλοίπων του πολιτισμού (ως ιδέας και ύλης) είναι και ο φορέας του μηνύματος. Και για να μεταφερθεί αυτό το κάποιο μήνυμα πρέπει να γίνει μία δράση. Ποια; Θα δούμε. Έτσι, πιστεύω ότι ο χώρος που γίνεται τόπος, η όψη, η μορφή, το εφήμερο και το αιώνιο είναι μία πρόκληση και πεδίο λαμπρό συζήτησης και προβληματισμού. 2 Ο χώρος της πόλης προσφέρεται επίσης στην ιστορική έρευνα ως πεδίο μελέτης του υλικού πλαισίου ζωής, ερμηνεύει την ιδεολογική και κοινωνική συγκρότηση των πληθυσμιακών ομάδων του αστικού πληθυσμού και κυρίως τον βαθμό υλοποίησης των θεσμικών επαγγελιών, δηλαδή της Πολιτικής και των κοινωνικών μετασχηματισμών. Οι αλλαγές που επέρχονται στις βαλκανικές μεταοθωμανικές πόλεις τα τελευταία χρόνια, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 20ου και η μετάβαση σε κρατικές οντότητες, είναι ενδιαφέρουσες και σημαντικές, καθώς σηματοδοτούν τη μετάβαση των πόλεων από την ιστορική φάση της πρωτοβιομηχανικής εσωστρέφειας, προς μία σύγχρονη και ανοικτή κοινωνία που πλαισιώνεται από τις ταυτόχρονες αλλαγές των εθνικών συνόρων και τη συγκρότηση των ενιαίων κρατών. Φυσικά την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν οι συνθήκες ζωής των πόλεων, μέχρι τις μέρες μας. Παράλληλα στις πόλεις αυτές, ένας κόσμος άγνωστος σε πολλούς, ιδεών, λόγων, μύθων και προφορικών ιστοριών του παρελθόντος μπολιάζει τις σύγχρονες συνθήκες ζωής. Υλικά κατάλοιπα συμπλέκονται με την ιστορία και τις αφηγήσεις, δημιουργούν την συνέχεια της ζωής μέσα από ρωγμές που αφήνει η ιστορία, αναζητούν τις ρωγμές του τόπου όπου φωλιάζουν, αναμένοντας το εργαλείο να ξαναεμφανιστούν σε ανύποπτους χρόνους, σε μία αέναη κίνηση που διαρκώς εμπλουτίζεται με τα νέα κατά εποχή εκφραστικά μέσα και ιδέες. Αγωνίζονται σθεναρά να δημιουργήσουν μία συνέχεια της ανθρώπινης συνειδησιακής τοπικότητας που ξεπερνά τα χρονικά όρια και μεταβαίνει στο χωροχρονικό συνεχές της γνώσης. 3 Πώς θυμούνται οι άνθρωποι τις πόλεις; Πώς αφηγούνται το παρελθόν τους μέσα σ' αυτές και το παρελθόν των ίδιων των πόλεων; Πώς η μνήμη τους παράγει καινούργια νοήματα των πόλεων; Εμπειρίες όπως ο αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση ποια σημασία αποκτούν στις αναμνήσεις εκείνων που τις έχουν βιώσει στην καθημερινή τους ζωή; Ποια σχέση έχουν οι ιστορίες που προσφέρουν οι προφορικές μαρτυρίες, με τις εδραιωμένες δημόσιες εικόνες και βιογραφίες των πόλεων; Η συνάντηση ανάμεσα στη μελέτη του αστικού ΜΥΘΟΥ και την προφορική ιστορία μπορεί να γεννήσει πρωτότυπες και ριζοσπαστικές μορφές ιστορίας των πόλεων, και των ανθρώπων που τις κατοικούν περιστασιακά ή μόνιμα. Ο χρόνος και χώρος συγκροτούν εξίσου την ιστορική εμπειρία και, συνεπώς, τη μνήμη που συνθέτει την προφορική μαρτυρία. Καθώς η προφορική ιστορία εργάζεται σε στενή σχέση με τον συγκεκριμένο κάθε φορά τόπο, βοηθά ώστε να αρθρωθεί το πώς οι άνθρωποι τον βιώνουν και συχνά καταφέρνει να αλλάξει τις καθιερωμένες προσλήψεις γι' αυτόν. Έτσι, μέσα από τη συλλογή και την ανάλυση των μύθων, των θρύλων και των προφορικών μαρτυριών δίνεται η δυνατότητα να εννοιολογηθεί η ποικιλία του τοπικού και να αναδειχθούν οι πολλές πόλεις μέσα στην πόλη. Στους αστικούς χώρους, ένα πλήθος αναμνήσεων διαφορετικών ομάδων διασταυρώνονται ή επικαλύπτονται σχηματίζοντας αστικά παλίμψηστα. Αυτά τα παλίμψηστα διαπλέκονται με ποικίλες μορφές, με τους λόγους για το διαφορετικό και τους λόγους της αγάπης και του μίσους, επηρεάζοντας τις ταυτότητες, με τις σωματικές συναντήσεις και τις πρακτικές συμβίωσης που διαγράφουν τον ιστό των σύγχρονων πόλεων. Λόγω του δεσμού που η προφορική ιστορία διατηρεί με την τοπικότητα, την υποκειμενικότητα και την εμπειρία, μπορεί να επεξεργάζεται τέτοιες πλευρές του αστικού φαινομένου ως μέρος μιας ιστορίας των πόλεων με πολλές αποχρώσεις, γωνίες και πτυχές. Η προφορική μαρτυρία μπορεί να αποσταθεροποιεί εικόνες του χώρου που θεωρούνται αμετάβλητες, και να επιτρέπει συνδέσεις ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν αλλά και ανάμεσα στα διαφορετικά υποκείμενα που βιώνουν αυτή την αλλαγή. Ας απευθύνω σε όλους μία ερώτηση. « Πως θα χρωματίζαμε μία πόλη που μοιραία ταυτίζεται με τις έννοιες «ιστορία» και «θρύλος»; Ποια πόλη έχει αυτό το πλεονέκτημα και «κέκτηται» αυτή την ιδιότητα; Πού ο πεζός λόγος και η καλλιτεχνική δημιουργία έρχονται, 4 βασισμένα σ' αυτήν ακριβώς την σημειολογία, να οδοιπορήσουν, αφηγούμενα το μεγαλείο τής ιστορικής καταξίωσης ενός κομματιού γης, το όποιο περικλείει θρυλούμενα και ιστορικά γεγονότα; Πού ίδια ή πόλη είναι ένα βαρυσήμαντο «σημαίνον»; Απαντώ: Τα Ιωάννινα που βγήκαν από τα μύχια τής ιστορίας. «Το άκουσμά τους προκαλεί σημαίνοντες συνειρμούς, ανεξήγητους, ασύνδετους με συγκεκριμένα γεγονότα. Θέλγουν, εισάγουν στην αιχμαλωσία τής αποδοχής, δυναμιτίζουν την στατικότητα της καθημερινότητας, βαπτίζουν στα νερά της λίμνης και οικειοπούνται με δυναμισμό τον ακούοντα και μόνο το όνομα, παρασύρουν στον πυθμένα τού μύθου τον επισκέπτη. Αιχμαλωτίζουν» μυστικά ακόμα και τους Δήλιους κολυμβητές που ξεπερνούν και τους διαχρονικούς γιαννιώτες κολυμβητές, στην άβυσσο τής ομορφιάς και του κάλλους. Πόλη πραγματική, υφιστάμενη και ονειρική, παραμυθένια. Παίζει κανείς με ακούσματα, φωνές πού εκπηγάζουν από τα βάθη του χωροχρονικού συνεχούς, το οποίο ονομάσαμε κατοπινά ιστορία». «Τα Ιωάννινα έχουν μία μυθική μεταμορφωτική δύναμη. Ό πόνος και ό θάνατος, οι δυναμικές τής ανθρώπινης αυθεντικότητας γενεσιουργούν το αίτιο, προκαλούν το αιτιατό της ενσωμάτωσης, καθιστούν άμεσα ενεργούς πολίτες και αυτούς πού δεν ήρθαν, μα αγάπησαν αυτή τη γη».1 Θα πρέπει λοιπόν να υψώσουμε ένα νέο επίπεδο συνείδησης του χώρου μας, επίπεδο που επάνω του να μπορεί πραγματικά να οικοδομήσει και προπαντός να στοχαστεί η τέχνη, εκεί όπου ο πολιτιστικός οραματισμός και σχεδιασμός θα δημιουργήσουν το κλίμα και το έδαφος όπου η επίνοια θα ευδοκιμεί και το πνεύμα του τόπου θα αναδεικνύεται. Απόσπασμα από τον πρόλογο στο: Τα Γιάννενα στη νεοελληνική πεζογραφία. (επιμ. Χ. Δανιήλ), εκδ. Ιδρύματος Κ. Κατσάρη, Ιωάννινα 1997. 1 5 Μερικά βραχώδη εξάρματα, εκεί όπου σήμερα βρίσκονται το Κάστρο των Ιωαννίνων, το Νησί της λίμνης και οι γύρω λόφοι, αναδύθηκαν βαθμηδόν με την υποχώρηση των υδάτων της μεγάλης λίμνης που κάλυπτε ολόκληρη την περιοχή του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, στο απώτερο εκείνο παρελθόν της πλειοκαινικής περιόδου πριν από 5 έως 2 περίπου εκατομμύρια χρόνια. Οι παγετώνες και οι γεωλογικές μεταβολές σμίλευσαν σιγά-σιγά το φυσικό ανάγλυφο, δημιουργώντας από την αρχή της πλειστόκαινης περιόδου 1,8 εκ. χρόνια μέχρι 25.000 χρόνια πριν, αυτό που σήμερα βλέπουμε και που πάνω του αναπτύχθηκε, πολύ αργότερα βέβαια, η πόλη των Ιωαννίνων. Το ένα από τα εξάρματα που αναδύθηκαν, και σήμερα αναγνωρίζεται από το στεφάνωμα των δύο Τζαμιών, η βραχώδης χερσόνησος του Κάστρου, αποτέλεσε σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες τον αρχικό πυρήνα της κατοίκησης στην περιοχή. Οι ρωγμές του βράχου, γεμάτες σπηλαιώσεις, τροφοδοτούν το φαντασιακό με υπόγειους υπερκόσμιους ήχους και παίρνουν τους προσδιορισμούς του θεριού ή της Βάβως και συνοδεύουν διαχρονικά τον λόγο για την λίμνη. Άλλα σπηλαιώματα, επισκέψιμα αυτή τη στιγμή, οδηγούν στο υπογάστριο της ιστορίας μέσα από αμέτρητες ρηγματώσεις, και αποτελούν τον καμβά όπου μπορούμε να αναγνώσουμε τους 6 διαδοχικούς μετασχηματισμούς στις πτυχώσεις, στις μυθοπλασίες και στις συναρμογές της ιστορίας. Στο σκηνικό της πόλης αναδύονται όχι μόνον τα καταφύγια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και οι εμφανείς βραχοσπηλιές, αλλά η σύντηξη του τόπου με τα θολά όρια ανάμεσα στο σύγχρονο και την ιστορία, την επιστήμη και τον μύθο, το στερεό και το ρευστό, το ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο. Σε όλη την έκταση του Κάστρου των Ιωαννίνων, κάτω από τον βυζαντινό και οθωμανικό οικισμό, απλώνονται τα λείψανα μιας αρχαίας οχυρωμένης πόλης που ιδρύθηκε, 7 αρχικά με τη μορφή προϊστορικής εγκατάστασης, γύρω στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ. (1100 – 900 π.Χ.) Ο οικισμός οργανώθηκε πολεοδομικά προς το τέλος του 5ου –αρχές του 4ου αι. π.Χ., εποχή που οι Μολοσσοί βασιλείς ισχυροποίησαν το κράτος τους, αποκτώντας τον έλεγχο του έως τότε Θεσπρωτικού ιερού της Δωδώνης. Πιθανότατα προς το τέλος του ίδιου αιώνα ο αρχαίος οικισμός του Κάστρου οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος. Ο βασιλέας Πύρρος εισβάλει στην Δύση, αναδεικνύοντας το τεταρτημόριο αυτό της βαλκανικής στην τότε παγκοσμιότητα. Εδώ από το γνωστό αναγλυφο του Πρέκα για το γεγονός αυτό. Τμήματα της επιμελημένης αρχαίας οχύρωσης, είναι επισκέψιμα δίπλα στην κεντρική πύλη του Κάστρου. Η πόλη πιθανότατα καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. αλλά στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους φαίνεται ότι ανέκτησε τη σημασία της. 8 Τα οικιστικά λείψανα που έχουν έρθει στο φως, συμβάλλουν στην ανασύνθεση της φυσιογνωμίας της. Μας δίδουν σημαντικές πληροφορίες για τη μορφή των αρχαίων σπιτιών, τα οποία κατά τους ελληνιστικούς χρόνους είχαν αρκετά επιμελημένη κατασκευή, στεγάζονταν με πήλινα κεραμίδια και υδρεύονταν με κτιστά πηγάδια ανοιγμένα μέσα στις αυλές τους. Ο οικισμός διέθετε πιθανότατα πολεοδομική οργάνωση, όπως μαρτυρεί ο ενιαίος προσανατολισμός των οικοδομημάτων. Τα αρχαία ευρήματα του Κάστρου αλλάζουν την ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων, που έως πρόσφατα πιστευόταν ότι ανάγει τις απαρχές της στους βυζαντινούς χρόνους και είχε συνδεθεί με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Η στρατηγική θέση του αρχαίου οικισμού στη φυσικά οχυρή χερσόνησο της λίμνης, όπως και τα επιμελημένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των κτηρίων της και της οχύρωσης, δηλώνουν ότι βρισκόταν εδώ ένα σημαντικό κέντρο της αρχαίας Ηπείρου. Η γεωμορφολογία του λεκανοπεδίου, το κλειστό υδρογραφικό του σύστημα και κυρίως η ύπαρξη της λίμνης συντέλεσαν στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου οικοσυστήματος με πλούσια χλωρίδα και πανίδα, κατάλληλο για ανάπτυξη γεωργοκτηνοτροφικής δραστηριότητας 9 και ικανό να διασφαλίσει οικονομική αυτάρκεια. Πριν από τη δημιουργία των αποξηραντικών έργων, τα εκτεταμένα χορτολίβαδα στα περίχωρα της λίμνης Ιωαννίνων και Λαψίστας μπορούσαν να εκτρέφουν μεγάλα κοπάδια βοοειδών και αιγοπροβάτων με αυτάρκεια, ενώ οι καλλιεργήσιμες ολοχρονίς περιοχές παρήγαγαν την απαραίτητη για το χειμώνα ζωοτροφή. Οι συνθήκες αυτές ερμηνεύουν την ύπαρξη ανθρώπινης δραστηριότητας στο λεκανοπέδιο ήδη από το απώτερο παρελθόν και τη συνεχή χρήση του χώρου με μεγάλη πυκνότητα αρχαίων θέσεων κατά τους ιστορικούς χρόνους, έως σήμερα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι παραγωγικοί λαχανόκηποι της φωτογραφίας στην όχθη της λίμνης, αποτελούν τον πρόγονο του χώρου που σήμερα μας φιλοξενεί; Τα χαρακτηριστικά αυτά οδήγησαν ώστε η κατοίκηση στην περιοχή να είναι συνεχής πάνω στον καμβά που εκείνη η πρώτη πολεοδόμηση δημιούργησε και οι γεωλογικές και πολιτικές συνθήκες ευνόησαν. (Σχέδιο Β. Χαρίσης) 10 Το κατεστραμμένο ελληνιστικό τείχος, έδωσε την βασική χάραξη για το μεταγενέστερο τείχος της πρώιμης Βυζαντινής οχυρωμένης πόλης, η οποία εκτός μερικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων, μας είναι γνωστή μόνον από τις φιλολογικές πηγές. (Σχέδιο Β. Χαρίσης) Στα μέσα βυζαντινά χρόνια η πόλη παρουσιάζει συνεκτική δομή, ενώ οι ιστορικές πληροφορίες μας μιλούν για το πέρασμα των Νορμανδών σταυροφόρων στα 1082, και αργότερα για την ανάπτυξη του πολιτικού σχηματισμού του γνωστού ως «δεσποτάτου της Ηπείρου», μέχρι τα 1430, οπότε και η πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Ας ακούσουμε με την ψυχή μας ήχους εκείνης της μακρινής εποχής. Ήχους της κλαγγής των όπλων της λιμναίας ναυμαχίας του 1379, όταν « εν τη λίμνη απόπλευσαν μετα δύο βαλκών και μονόξυλων και κατά του στόλου των υπεραντίων πόλεμον συνεστήσαντο», τις κραυγές εισβολέων που ρούα – ρούα «κράζοντες εκινήθησαν από του νησιού κατά της χώρας.» Ας ακούσουμε μέσα από την ρωγμή του χρόνου στα 1402, όταν « εκρεμάσθη δε και παιδίον εώς ήμισυ ώρας όταν βλέποντες αυτό ο λαός και κράζοντες «κύριε ελέησον», έως ού εσώθη ο άνθρωπος» από το «ρεπορτάζ» της εποχής στον κώδικα της Οξφόρδης2. Άλλοι ήχοι διαπεραστικοί ή σιωπηλοί μας συνδέουν με τα γεγονότα της εποχής. Ας τους φανταστούμε λοιπόν μέσα στα υλικά κατάλοιπα ας τους ακούσουμε με τον νου και ας τους αναζητήσουμε μέσα στο μαύρο κουτί της τεχνολογίας. Βλέπε γενικά για το κάστρο Ιωαννίνων, Λ. Βρανούσης, Ιστορικά και τοπογραφικά του Μεσαιωνικού κάστρου των Ιωαννίνων, ΕΗΜ, Ιωάννινα 1968 2 11 Έτσι, δίπλα από το Ασλάν τζαμί βλέπουμε να υψώνεται ένας Βυζαντινός Πύργος, και μόλις μπούμε στον οικισμό από την γνωστή κεντρική πύλη, στα δεξιά μας ένα άλλο εξέχον βυζαντινό οικοδόμημα προσπαθεί να αναδειχθεί μέσα στις οθωμανικές επεμβάσεις. Είναι ο Πύργος του Θωμά, έργο πιθανόν των ετών 1367-1384. Σκόρπια υπολείμματα της βυζαντινής φάσης, στο περιμετρικό τείχος και μέσα στον οικισμό, μας βεβαιώνουν ότι η πόλη είχε περίπου την ίδια δομή με εκείνη της μεταγενέστερης οθωμανικής. Έτσι τα αναφερόμενα στις γραπτές πηγές 5 μοναστήρια και οι 19 ναοί, μαζί με τα κοσμικά βυζαντινά οικοδομήματα, θα πρέπει να αναζητηθούν κάτω από τις σύγχρονες κατασκευές ή γύρω από τα εναπομείναντα βυζαντινά μνημεία. Όπως η αρχαία πόλη ήλθε στο φως μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, έτσι και η βυζαντινή εκδοχή της ίσως μας επιφυλάξει εκπλήξεις στο μέλλον. 12 Η πόλη θα έπρεπε να περιμένει πλέον μέχρι το 1913, για να ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος, καταφέρνοντας στους μακρούς αυτούς αιώνες να διατηρήσει την συνεκτική δομή της και να δημιουργήσει πολιτισμό. Στο προαναφερόμενο οθωμανικό τείχος και στα εμφανή οθωμανικά μνημεία, ο υποψιασμένος επισκέπτης θα δει να ενσωματώνονται τα οικοδομήματα της βυζαντινής περιόδου. Αυτή η μακρά εποχή συνδέθηκε με τους ήχους του αργόσυρτου ποδοβολητού των στρατών που βάδισαν στην παγωμένη λίμνη, αντάμωσε με τις κραυγές των αγροτών που με επικεφαλής το Διονύσιο Φιλόσοφο, φωνάζοντας «Κύριε Ελέησον – Κύριε Ελέησον», όρμησαν στην πόλη στα 1611 για να καταλήξει εκείνη η εξέγερση σε καταστολή, αφήνοντας όμως την σπηλιά του Φιλοσόφου παρα- την λίμνην να τροφοδοτεί την εικόνα μας και σήμερα, συνδέθηκε με τις πλημύρες που κατέκλυζαν τις παρα-λίμνιες περιοχές, και με τα κουπιά των βαρκάρηδων που ένωναν τις ακτές της λίμνης με την πόλη. Ας ανιχνεύσουμε τα φορτία των δερμάτων και των ξύλων που φτάνουν μέσω λίμνης από τα Ηπειρωτικά βουνά. Ας ακούσουμε τις τραχιές και χαρούμενες φωνές των γιαννιωτών που κολυμπούσαν στην ρίζα του βράχου και δροσίζονταν πίνοντας το νερό της λίμνης, ρουφώντας ταυτόχρονά και «κανέναν αναστεναγμό της Κυρά φροσύνης». Πόσες φορές δεν θα ακούστηκαν ηπειρώτικα μοιρολόγια στον βράχο αυτό; Διαταγές και κατάρες, πνιγμοί και πόνος, φωνές ψαράδων και τραχιές συναλλαγές των μεταφορέων και των εμπόρων. Γιαννιώτικη, Εβραιογιαννιώτικη Βλάχικη Αρβανίτικη, και τουρκογιαννιώτικη ντοπιολαλιά ταξιδεύει και φωλιάζει στις ρωγμές του βράχου. Είναι εκεί ακόμα και μας περιμένει. Ιστορίες και θρύλοι συμπλέκονται σε ένα ζωντανό ακόμη πρελούδιο που τροφοδοτεί το φαντασιακό και ενσκήπτει στην διαφορετική ανάγνωση της ταυτότητας της πόλης. 13 Όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι πλαγιές που κατέβαιναν προς την λίμνη είχαν ήδη κατοικηθεί από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια και μπορούμε να μιλούμε πια για την πόλη μέσα και έξω από το κάστρο. Τοπόσημα αυτής της περιόδου είναι ο κεντρικός δρόμος της πόλης μας που κατέρχεται από τα νότια υψίπεδα μέχρι την πύλη του κάστρου και εισχωρεί στην καρδιά του τειχισμένου οικισμού - όπου όλοι κινούμαστε καθημερινά - και η άλλη βασική αρτηρία που διαπερνά από την Ανατολή μέχρι την Δύση το αστικό μας περιβάλλον. Αυτοί οι δύο δρόμοι είναι και η ραχοκοκαλιά του σύγχρονου πολεοδομικού μας ιστού. Περπατάμε ακόμη στον χωροχρόνο. Οι ενδιάμεσοι λόφοι, που κατοικούνται βαθμηδόν, ισορροπούν μεταξύ αγροτικού και αστικού περιβάλλοντος. Ας ταξιδέψουμε τώρα με καμβά την νεωτερικότητα. Για πρακτικούς λόγους θα περιοριστώ στους τόπους των σημερινών μας δραστηριοτήτων. 14 (Χάρτης Denis Barbiè du Bocage 1820, Bibliothèque Nationale (D.C.P.) Ge. F. 13, Γ. και ανασχεδιασμός, (Κανετάκης Το κάστρο: Συμβολή στην Πολεοδομική ιστορία των Ιωαννίνων, ΤΕΕ, Αθήνα 1994) Για τα Ιωάννινα, η ύπαρξη σχεδίου πόλης από τα τέλη του 19ου αιώνα είναι βεβαιωμένη, ωστόσο αποσπασματική. Παρότι μια εικόνα του πολεοδομικού συγκροτήματος μάς παραδίδεται από τις αρχές του 19ου ή γίνονται μεταγενέστερες αναπαραστάσεις με στόχο την τεκμηρίωση της τότε υφιστάμενης κατάστασης. ( Χάρτης «Τζαμακλή», Ντάτση Ε. Ένας άγνωστος πολεοδομικός χάρτης των Γιαννίνων του 1902, Πρακτικά Διεθνούς συνεδρίου Ιστορίας, με θέμα Ήπειρος, Κοινωνία – Οικονομία 15ος-20ος, (Γιάννινα 4-7 Σεπτεμβρίου 1985), Ιωάννινα, 1987) τούτα δεν συνιστούν επίσημα σχέδια της πόλης των Ιωαννίνων ούτε ρυμοτομικά σχέδια. Ως τέτοια εννοούμε τα σχέδια που εκπονήθηκαν κατόπιν ανάθεσης από την διοίκηση σε μηχανικούς αρχιτέκτονες ή πολιτικούς μηχανικούς, που προέρχονται από επίσημες τεχνικές σχολές, και κομίζουν στον σχεδιασμό τους τόσο τις απόψεις του αναθέτη όσο και εκείνες των επίσημων επιστημονικών απόψεων. Αποτυπώνουν φυσικά με ακρίβεια την αντίληψη της εποχής για την μελλοντική ανάπτυξη του πολεοδομικού συγκροτήματος, εναρμονιζόμενα στις πολιτικές των εποχών. 15 Το μακρινό εκείνο καταγραφικό πολεοδομικό σχέδιο του Barbiè du Bocage του 1812, αποτελεί μία από τις συμβολές του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού και των ρομαντικών ταξιδιών στην Ανατολή. Έφερε την πόλη στην αυγή του επιστημονικού στοχασμού. Από το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της οθωμανικής διοίκησης, που ακολούθησε στα τέλη του 19ου αιώνα, βλέπουμε πλέον μία ιδιαίτερη αποστροφή προς το λιμναίο συγκρότημα. Οι γνωστές ιστορικές πηγές μας καταλείπουν ότι το ενδιαφέρον των Αρχών είχε ήδη μετατοπιστεί προς το κέντρο της πόλης. Το κάστρο και η λίμνη γίνονται πιά ρομαντικές εικόνες. Στα Ιωάννινα διασώζονται διάσπαρτα, σε ιδιωτικά ή κρατικά αρχεία, αρκετά «ρυμοτομικά σχέδια της πόλης των Ιωαννίνων», για κάποια από τα οποία έχουν διατυπωθεί απόψεις χρονολόγησης ή ταυτότητας των συντακτών, που καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από 1895 μέχρι το 1919. Πρόκειται δηλαδή τόσο για τα σχέδια πόλεως υπό την οθωμανική διοίκηση όσο και για σχέδια που συνδέονται με τις απαρχές σχεδιασμού των νέων πόλεων από το Ελληνικό κράτος. 16 Στην πρώτη περίοδο, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συμπίπτει σε γενικές γραμμές με την περίοδο των Μεταρρυθμίσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία αναλαμβάνει μία προσπάθεια για το εξευρωπαϊσμό και την μετατροπή της από θεοκρατικό καθεστώς σε σύγχρονο κράτος δυτικού τύπου. Η πόλη και η μορφή της αποτελούν ιδιαίτερο αντικείμενο μέριμνας και χειρισμών, με την δημιουργία και την επιβολή θεσμών και μηχανισμών πολεοδομικής παρέμβασης. Η δημιουργία τεχνικών γραφείων πόλεων στις νομαρχίες και στις νεοπαγείς δημοτικές οντότητες, η στελέχωση με μηχανικούς και η μετάκληση μηχανικών από το εξωτερικό αποτελούν τα εργαλεία με τα οποία εφαρμόστηκε η πολεοδομική νομοθεσία από το 1864 μέχρι το 1891. Ιδιαίτερα για τα Ιωάννινα, η περιπέτεια του πολεοδομικού σχεδιασμού ξεκινά με την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της πόλης από τον βαλή Αχμέτ Ρασήμ Πασά, που συνέδεσε το όνομά του με την μεγάλη πυρκαγιά της αγοράς τον Ιούλιο του 1869, και με την ανάθεση στον μηχανικό του Βιλαετίου Κ. Χόλτς την εκπόνησης ρυμοτομικού σχεδίου για τον σχεδιασμό της νέας αγοράς των Ιωαννίνων. Το 1874, ιδρύεται το Γραφείο Σχεδίου Πόλεως, αλλά γνωρίζουμε με ασφάλεια ότι δεν ετέθη σε ισχύ ολόκληρο το προαναφερόμενο σχέδιο, παρά εφαρμόστηκε σημειακά. 17 (Σχέδιο Ιωαννίνων Bernassconi, 1904-1916. Θ. Ζυγούρης, Από τον Bernasconi στον Hébrard, Ιωάννινα 2019) Αργότερα μεταξύ των ετών 1893-1896 εκπονείται το πρώτο επίσημο ρυμοτομικό σχέδιο από τους Bernasconi, ενώ εμφανίζονται και πολεοδομικές σχεδιαστικές υποδομές μεταξύ των ετών 1905-1908. (Σχέδιο Ιωαννίνων 1905-1908. Θ. Ζυγούρης, Από τον Bernasconi στον Hébrard, Ιωάννινα 2019) Τα πολεοδομικά σχέδια, που η οθωμανική διοίκηση είχε δρομολογήσει με την συμβολή Ευρωπαίων πολεοδόμων, ακολουθούσαν την πεπατημένη της εποχής, και κινούνταν μεταξύ νεοκλασικών απόψεων και της αδράνειας των κοινωνικών στρωμάτων, απόρροια της μακραίωνης δεσποτικής οθωμανικής παράδοσης. 18 ( Εγκεκριμένο σχέδιο Ιωαννίνων 1915, Θ. Ζυγούρης, Από τον Bernasconi στον Hébrard, Ιωάννινα 2019) Με την απελευθέρωση της πόλης το 1913 και την θεσμοθέτηση των νόμων για την εφαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας στα σχέδια πόλεων, όλο το προϋφιστάμενο σχεδιαστικό υλικό αξιοποιείται και εγκρίνονται νέα πολεοδομικά σχέδια που λίγο ή πολύ φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. (Ernest Hébrard, Προσχέδιο Ιωαννίνων, Θ. Ζυγούρης, Από τον Bernasconi στον Hébrard, Ιωάννινα 2019) Τομή αποτέλεσε η ανάθεση από το Δημοτικό συμβούλιο Ιωαννίνων το 1919, εκπόνησης νέου ριζοσπαστικού για την εποχή σχεδίου πόλεως Ιωαννίνων στο Γάλλο αρχιτέκτονα Ernest Hébrar, γνωστό και από την εκπόνηση του σχεδίων πόλεως Θεσσαλονίκης (1917), πόλεως 19 Αθηνών, πόλεως Σερρών (1920), σχεδίων σχολικών μονάδων κτλ. και καθηγητή στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. (Αντίγραφο Διαγράμματος Ιωαννίνων Π. Μελίρρυτου, Θ. Ζυγούρης, Από τον Bernasconi στον Hébrard, Ιωάννινα 2019) Μεσολαβεί ένα διάστημα σχετικής αδράνειας μέχρι το 1928, οπότε αρχίζουν οι εργασίες αποτύπωσης της πόλης των Ιωαννίνων, οι οποίες ολοκληρώνονται το 1933. Ακολουθεί το πολεοδομικό σχέδιο του 1948 και το τελικό σχέδιο Γ. Μελιγγάνου το 1955, που εν μέρει ισχύει μέχρι σήμερα. 3 Για τα πολεοδομικά Ιωαννίνων βλ. Θ. Ζυγούρης, Από τον Bernasconi στον Hébrard. «Γνωστοί» και άγνωστοι πολεοδομικοί χάρτες των Ιωαννίνων. Δήμος Ιωαννιτών- Ζωσιμαία Δημόσια Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2019) 3 20 (Πολεοδομικό σχέδιο Ιωαννίνων1955, Γ. Μελιγγάνου) Παρά τις επεμβάσεις σε πολεοδομικό επίπεδο, οι ήχοι δεν σταματούν. Η παραλίμνια οδός δημιουργείται σε δύο φάσεις αποκόπτοντας την τροφό λίμνη από το να πλένει τα πόδια του βράχου με τις χιλιάδες ρωγμές. Αρχίζουν να εμφανίζονται ρομαντικές δενδροφυτεύσεις δειλά στην αρχή, συστηματικά στην συνέχεια. Κατά την λόγια αφήγηση της εποχής (όπως μας καταλείπει ο Γεώργιος Χατζή Πελερέν το 1921) 21 «Τώρα η γιρλάντα μιάς περιποιημένης λεωφόρου έσφιξεν τές ομορφιές μέσα σέ μίαν επιτυχημένην κορνίζαν. Θα είμπορούσε νά νομίση κανείς ότι ό περιφερειακός αυτός δρόμος τής λίμνης — κάτω από τους σκυθρωπούς και γηραλέους βράχους του φρουρίου, όπου ό κισσός πλέκεται με τα αόρατα χέρια των μύθων και των θρύλων, και όπου οι λειχήνες και ή χλωρίδα των ρωγμών και των τοίχων φυτρώνουν επάνω στα ίχνη παλαιών σταλαματιών αιμάτων και ενθυμημάτων — ως ένα έργον συγχρόνου εξωραϊστικής φιλοκαλίας θα αδικούσε την γραφικότητα, πού αγαπούν οι έρασταί των ιστορικών τόπων και των πολυτραγουδημένων άκρογιαλιών. Καί όμως κατώρθωσε το αντίθετον: Ένώ εχάρισεν άνθρωπινον περίπατόν παραλίμνιον, ενθυμίζοντα τούς περιπάτους όλων των περιποιημένων παραλιακών πόλεων και προκυμαιών, έξεχώρισε το Κάστρο, σαν ιστορικόν επίγραμμα, σαν βαρύ τραγούδι, εκφραστικόν όλον το νόημα του, απάνω από την γελόεσσαν, τρυφεράν, εύκολονόητον βαρκαρόλαν που τραγουδάνε τα νερά της λίμνης...»4 Βλέπε Γ. Δ. Χατζή – Πελλερέν, Φίλτατα, χρυσά, ωραία Γιάννενα, Σειρά Μνημοσύνη (επιμ. Κ.Π. Βλάχος), εκδ. Ιεράς Μονής Ελεούσης Νήσου, Ιωάννινα 2000. 4 22 Οι φωνές του σύγχρονου Παζαριού, του Γνωστού παζαριού των Ιωαννίνων που για χρόνια συνόδευαν την μνήμη των επισκεπτών, σαν άλλη φωνή του παρελθόντος μορφώνουν το εκάστοτε παρόν της πόλης. Τα ταμπάκικα σιγά σιγά εξαφανίζονται. Ο παραλίμνιος δρόμος, σιγά σιγά και με επιμονή των διοικούντων, αρχίζει να ενσωματώνει τις σύγχρονες αρχιτεκτονικές απόψεις και μετατρέπεται σε νοσταλγική λεωφόρο που γυρνά την πλάτη στο ρηγματωμένο τείχος (δείγμα παλαιάς βασανισμένης εποχής) και στρέφει το ενδιαφέρον του διαβάτη στην νέα αισιόδοξη εποχή με τους δικούς της ήχους. Έξω από το κάστρο, ο δρόμος που το περιβάλλει από την μεριά της σύγχρονης πόλης, κρύβει στα σπλάχνα του την ένυδρη αμυντική τάφρο του. Ο περιφερειακός δρόμος γύρω από το Κάστρο, έργο της δεκαετίας του 1960, εξελίχθηκε στις μέρες μας ως ένα από τα «περικαλλή» σημεία της πόλης. Ο τόπος γεμίζει με τις φωνές και τους ήχους των σύγχρονων κωπηλατικών αγώνων, με την συγχρονικότητα του ρυθμού κωπηλάτησης των αθλητών και των κραυγών των πηδαλιούχων, 23 στέλνοντας τους παφλασμούς του νησιώτη λεμβούχου να φωλιάσουν για πάντα στις ρωγμές του χρόνου. Οι ρωγμές και τα σπηλαιώματα του βράχου μετατρέπονται προπολεμικά σε καταφύγια για τις ώρες των βομβαρδισμών, άλλο και ετούτο χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας. Ένα σύστημα παρόμοιων κατασκευών, όπως και στα τείχη του κάστρου και σε πολλά σημεία της πόλης, παραμένουν κρυμμένα, ίσως από την ντροπή της αυτοκριτικής των νέων εποχών. (Διάγραμμα καταφυγίων Ιωαννίνων 1955) Από το 1949 ένα πρόγραμμα δενδροφυτεύσεων άνοιξε την συζήτηση για το δημόσιο πράσινο, γεμίζοντας τον τόπο με τον ήχο του αργόσυρτου εμμονικού θροΐσματος των φύλων των πλατάνων του δρόμου, που συνάμα μεγαλώνοντας από τις δύο πλευρές του δρόμου, γίνεται το κάδρο του σύγχρονου δρόμου στον οποίο προστίθεται και το βογκητό των μηχανών των αυτοκινήτων, μετατρέποντας βαθμηδόν το μοντέλο μας σε πολύπλοκο ρυθμικά πεντάγραμμο της μνήμης. Έργα γλυπτικής αφήνουν το σιγανό τραγούδι τους να γεμίζει την ψυχή του διαβάτη. Ας σταματήσω το Ιστορικό-ρομαντικό μου ταξίδι όμως εδώ με μία ευχή. 24 Ας αφήσουμε τους ήχους που φωλιάζουν στις ρωγμές του χρόνου και του τόπου να μπολιάσουν την στιγμή. Προνεωτερικότητα , νεωτερικότητα και παρα-νεωτερικότητα ας γίνουν αμάλγαμα χρυσό στο χρώμα, σκληρό σαν το ατσάλι και γλυκό σαν την ζωή της πόλης. Η νέα μας τεχνολογία ας γίνει το κουτί της Πανδώρας, που θα μας ανοίξει τα φτερά στο μέλλον. Αυτός δεν είναι και ο προφητικός ρόλος της Τέχνης;5 5 Το εποπτικό υλικό της παρούσης αποτελεί το εποπτικό υλικό της διάλεξης