πυροτέχνημα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- De πυροτέχνης (« artificer »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | πυροτέχνημα | τα | πυροτεχνήματα |
Génitif | του | πυροτεχνήματος | των | πυροτεχνημάτων |
Accusatif | το | πυροτέχνημα | τα | πυροτεχνήματα |
Vocatif | πυροτέχνημα | πυροτεχνήματα |
πυροτέχνημα, pirotékhnima \Prononciation ?\ neutre
- Feu d’artifice
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πυροτέχνημα)