|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
μεταφράζω
|
μεταφράσω
|
μεταφράζομαι
|
μεταφραστώ, μεταφρασθώ2
|
2 sg
|
μεταφράζεις
|
μεταφράσεις
|
μεταφράζεσαι
|
μεταφραστείς, μεταφρασθείς
|
3 sg
|
μεταφράζει
|
μεταφράσει
|
μεταφράζεται
|
μεταφραστεί, μεταφρασθεί
|
|
1 pl
|
μεταφράζουμε, [‑ομε]
|
μεταφράσουμε, [‑ομε]
|
μεταφραζόμαστε
|
μεταφραστούμε, μεταφρασθούμε
|
2 pl
|
μεταφράζετε
|
μεταφράσετε
|
μεταφράζεστε, μεταφραζόσαστε
|
μεταφραστείτε, μεταφρασθείτε
|
3 pl
|
μεταφράζουν(ε)
|
μεταφράσουν(ε)
|
μεταφράζονται
|
μεταφραστούν(ε), μεταφρασθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
μετέφραζα, μετάφραζα1
|
μετέφρασα, μετάφρασα1
|
μεταφραζόμουν(α)
|
μεταφράστηκα, μεταφράσθηκα2
|
2 sg
|
μετέφραζες, μετάφραζες
|
μετέφρασες, μετάφρασες
|
μεταφραζόσουν(α)
|
μεταφράστηκες, μεταφράσθηκες
|
3 sg
|
μετέφραζε, μετάφραζε
|
μετέφρασε, μετάφρασε
|
μεταφραζόταν(ε)
|
μεταφράστηκε, μεταφράσθηκε
|
|
1 pl
|
μεταφράζαμε
|
μεταφράσαμε
|
μεταφραζόμασταν, (‑όμαστε)
|
μεταφραστήκαμε, μεταφρασθήκαμε
|
2 pl
|
μεταφράζατε
|
μεταφράσατε
|
μεταφραζόσασταν, (‑όσαστε)
|
μεταφραστήκατε, μεταφρασθήκατε
|
3 pl
|
μετέφραζαν, μεταφράζαν(ε), μετάφραζαν
|
μετέφρασαν, μεταφράσαν(ε), μετάφρασαν
|
μεταφράζονταν, (μεταφραζόντουσαν)
|
μεταφράστηκαν, μεταφραστήκαν(ε), μεταφράσθηκαν, μεταφρασθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα μεταφράζω ➤
|
θα μεταφράσω ➤
|
θα μεταφράζομαι ➤
|
θα μεταφραστώ / μεταφρασθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα μεταφράζεις, …
|
θα μεταφράσεις, …
|
θα μεταφράζεσαι, …
|
θα μεταφραστείς / μεταφρασθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … μεταφράσει έχω, έχεις, … μεταφρασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … μεταφραστεί / μεταφρασθεί είμαι, είσαι, … μεταφρασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … μεταφράσει είχα, είχες, … μεταφρασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … μεταφραστεί / μεταφρασθεί ήμουν, ήσουν, … μεταφρασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … μεταφράσει θα έχω, θα έχεις, … μεταφρασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … μεταφραστεί / μεταφρασθεί θα είμαι, θα είσαι, … μεταφρασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
μετάφραζε
|
μετάφρασε
|
—
|
μεταφράσου
|
2 pl
|
μεταφράζετε
|
μεταφράστε
|
μεταφράζεστε
|
μεταφραστείτε, μεταφρασθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
μεταφράζοντας ➤
|
μεταφραζόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας μεταφράσει ➤
|
μεταφρασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
μεταφράσει
|
μεταφραστεί, μεταφρασθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Active forms without the internal augment (μετα-) are colloquial but less frequent. 2. Passive forms with -σθ- are formal and less frequent. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|