εξαφανίζω
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐξαφανίζω
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἐξαφανίζω (exaphanízō).[1]
Verb
[edit]εξαφανίζω • (exafanízo) (past εξαφάνισα, passive εξαφανίζομαι)
- to hide (something)
- to destroy, obliterate
Conjugation
[edit]εξαφανίζω εξαφανίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξαφανίζω | εξαφανίσω | εξαφανίζομαι | εξαφανιστώ |
2 sg | εξαφανίζεις | εξαφανίσεις | εξαφανίζεσαι | εξαφανιστείς |
3 sg | εξαφανίζει | εξαφανίσει | εξαφανίζεται | εξαφανιστεί |
1 pl | εξαφανίζουμε, [‑ομε] | εξαφανίσουμε, [‑ομε] | εξαφανιζόμαστε | εξαφανιστούμε |
2 pl | εξαφανίζετε | εξαφανίσετε | εξαφανίζεστε, εξαφανιζόσαστε | εξαφανιστείτε |
3 pl | εξαφανίζουν(ε) | εξαφανίσουν(ε) | εξαφανίζονται | εξαφανιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξαφάνιζα | εξαφάνισα | εξαφανιζόμουν(α) | εξαφανίστηκα |
2 sg | εξαφάνιζες | εξαφάνισες | εξαφανιζόσουν(α) | εξαφανίστηκες |
3 sg | εξαφάνιζε | εξαφάνισε | εξαφανιζόταν(ε) | εξαφανίστηκε |
1 pl | εξαφανίζαμε | εξαφανίσαμε | εξαφανιζόμασταν, (‑όμαστε) | εξαφανιστήκαμε |
2 pl | εξαφανίζατε | εξαφανίσατε | εξαφανιζόσασταν, (‑όσαστε) | εξαφανιστήκατε |
3 pl | εξαφάνιζαν, εξαφανίζαν(ε) | εξαφάνισαν, εξαφανίσαν(ε) | εξαφανίζονταν, (εξαφανιζόντουσαν) | εξαφανίστηκαν, εξαφανιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξαφανίζω ➤ | θα εξαφανίσω ➤ | θα εξαφανίζομαι ➤ | θα εξαφανιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξαφανίζεις, … | θα εξαφανίσεις, … | θα εξαφανίζεσαι, … | θα εξαφανιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξαφανίσει έχω, έχεις, … εξαφανισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξαφανιστεί είμαι, είσαι, … εξαφανισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξαφανίσει είχα, είχες, … εξαφανισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξαφανιστεί ήμουν, ήσουν, … εξαφανισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξαφανίσει θα έχω, θα έχεις, … εξαφανισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξαφανιστεί θα είμαι, θα είσαι, … εξαφανισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εξαφάνιζε | εξαφάνισε | — | εξαφανίσου |
2 pl | εξαφανίζετε | εξαφανίστε | εξαφανίζεστε | εξαφανιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξαφανίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξαφανίσει ➤ | εξαφανισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξαφανίσει | εξαφανιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
References
[edit]- ^ εξαφανίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language