[go: up one dir, main page]

Greek

edit

Adjective

edit

άζυμος (ázymosm (feminine άζυμη, neuter άζυμο)

  1. unleavened, without yeast
    άζυμος άρτοςázymos ártosunleavened bread

Declension

edit
Declension of άζυμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άζυμος (ázymos) άζυμη (ázymi) άζυμο (ázymo) άζυμοι (ázymoi) άζυμες (ázymes) άζυμα (ázyma)
genitive άζυμου (ázymou) άζυμης (ázymis) άζυμου (ázymou) άζυμων (ázymon) άζυμων (ázymon) άζυμων (ázymon)
accusative άζυμο (ázymo) άζυμη (ázymi) άζυμο (ázymo) άζυμους (ázymous) άζυμες (ázymes) άζυμα (ázyma)
vocative άζυμε (ázyme) άζυμη (ázymi) άζυμο (ázymo) άζυμοι (ázymoi) άζυμες (ázymes) άζυμα (ázyma)
edit