question

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
question questions

question (en)

  1. η ερώτηση, το ερώτημα, η απορία
    ⮡  I am asking someone a question.
    Κάνω μια ερώτηση σε κάποιον.
    ⮡  a trick/leading question - παραπειστική ερώτηση
    ⮡  The question remained unanswered.
    H ερώτηση/Το ερώτημα έμεινε χωρίς απάντηση.
    ⮡  a written/oral question - γραπτό/προφορικό ερώτημα
    ⮡  To find answers to his questions, he kept reading.
    Για να λύσει τις απορίες του όλο διάβαζε.
    ⮡  I have some questions.
    Έχω μερικές απορίες.
  2. η υπόθεση, το θέμα, το ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί ή να αντιμετωπιστεί
    ⮡  The question is that…
    Η υπόθεση είναι ότι…
    ⮡  That's a difficult question!
    Δύσκολη υπόθεση!
    ⮡  It’s a question of 20 euros.
    Είναι θέμα 20 ευρώ.
    ⮡  In the end it’s a question of what you want to do.
    Τελικά είναι θέμα του τι θέλεις.
    ⮡  It’s a question of time and money.
    Είναι θέμα/ζήτημα χρόνου και χρημάτων.
    ⮡  That is the whole question!
    Αυτό είναι ακριβώς το θέμα!
    ⮡  That is another question altogether.
    Αυτό είναι εντελώς άλλο θέμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη matter

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας question
γ΄ ενικό ενεστώτα questions
αόριστος questioned
παθητική μετοχή questioned
ενεργητική μετοχή questioning

question (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

question (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

questionner, questionnement, questionnaire