pavement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pavement | pavements |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pavement (en)
- (μετρήσιμο, βρετανικά αγγλικά) το πεζοδρόμιο
- (μη μετρήσιμο, αμερικανικά αγγλικά) η στρωμένη επιφάνεια ενός δρόμου ή πεζοδρομίου
- το στρωμένο δάπεδο ενός κτηρίου
- το υλικό της επίστρωσης μιας επιφάνειας