pavement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pavement pavements

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pavement < pave + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pavement (en)

  1. (μετρήσιμο, βρετανικά αγγλικά) το πεζοδρόμιο
     συνώνυμα: sidewalk (αμερικανικά αγγλικά)
  2. (μη μετρήσιμο, αμερικανικά αγγλικά) η στρωμένη επιφάνεια ενός δρόμου ή πεζοδρομίου
  3. το στρωμένο δάπεδο ενός κτηρίου
  4. το υλικό της επίστρωσης μιας επιφάνειας