natural

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
natural < παλαιά γαλλική natural < λατινική naturalis < natus < nascor

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός natural
συγκριτικός more natural
υπερθετικός most natural

natural (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) φυσικός, όχι τεχνητός, που υπάρχει στη φύση και δεν δημιουργείται από τον άνθρωπο
    ⮡  natural forces - φυσικές δυνάμεις
    ⮡  natural laws - φυσικοί νόμοι
    ⮡  natural phenomena - φυσικά φαινόμενα
    ⮡  the natural resources of a country - οι φυσικοί πόροι μιας χώρας
  2. για φαγητό χωρίς προσμείξεις
  3. φυσικός, φυσιολογικός, όπως θα περίμενα
    ⮡  a natural consequence - φυσικό επακόλουθο
    ⮡  He died a natural death.
    Πέθανε από φυσικό θάνατο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη normal
  4. έμφυτος, εκ φύσεως, για συμπεριφορά ή ικανότητες με τις οποίες γεννήθηκε ένα άτομο ή ένα ζώο
    ⮡  He has a natural musical talent.
    Έχει έμφυτο μουσικό ταλέντο.
    ⮡  He’s a natural orator.
    Είναι εκ φύσεως ρήτορας.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
natural naturals

natural (en)

  1. είμαι γεννημένος να, για ταλέντο που ως προς μια ιδιότητά του γεννήθηκε με αυτήν, την εκδηλώνει αυθόρμητα, του "βγαίνει" φυσικά
    ⮡  She is a natural for the role.
    Είναι γεννημένη για τον ρόλο.
  2. (μουσική) φυσική νότα



ενικός πληθυντικός
natural naturales

Επίθετο

[επεξεργασία]

natural (es)



ενικός πληθυντικός
natural naturais

Επίθετο

[επεξεργασία]

natural (pt)