atelier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]atelier (en)
- χώρος επίδειξης, ατελιέ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
atelier | ateliers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- atelier < astelle (κομμάτι από ξύλο) < λατινική astula. Αναλύεται σε attelle + -ier
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: ατελιέ
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]atelier (fr) αρσενικό
- το εργαστήριο, το ατελιέ
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]atelier (ro) ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λέξεις με επίθημα -ier (γαλλικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)