ῥύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ῥύομαι < ῥύ- από ρίζα Fρυ- → δείτε τη λέξη ἐρύω

ῥύομαι

  1. σέρνω προς το μέρος μου, φέρνω κάποιον σε σημείο όπου δεν κινδυνεύει, τον σώνω
  2. θεραπεύω, γιατρεύω
  3. λυτρώνω
  4. προφυλάσσω, προστατεύω, υπερασπίζομαι
  5. αποκρούω, αναχαιτίζω], εμποδίζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • → λείπει η κλίση
  • δόκιμοι θεωρούνται ο μέσος μέλλων ῥύσομαι, ο μέσος αόριστος ἐρρυσάμην και ο παθητικός β' αόριστος ἐρύμην (οι άλλοι μεταγενέστεροι.) Αντί του θεωρητικά ενεργητικού ῥύω (που δεν φαίνεται να απαντά), απαντά το ἐρύω)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]