ῥύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ῥύομαι < ῥύ- από ρίζα Fρυ- → δείτε τη λέξη ἐρύω
Ρήμα
[επεξεργασία]ῥύομαι
- σέρνω προς το μέρος μου, φέρνω κάποιον σε σημείο όπου δεν κινδυνεύει, τον σώνω
- θεραπεύω, γιατρεύω
- λυτρώνω
- προφυλάσσω, προστατεύω, υπερασπίζομαι
- αποκρούω, αναχαιτίζω], εμποδίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]- → λείπει η κλίση
- δόκιμοι θεωρούνται ο μέσος μέλλων ῥύσομαι, ο μέσος αόριστος ἐρρυσάμην και ο παθητικός β' αόριστος ἐρύμην (οι άλλοι μεταγενέστεροι.) Αντί του θεωρητικά ενεργητικού ῥύω (που δεν φαίνεται να απαντά), απαντά το ἐρύω)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- [[[ῥύσκομαι]]
- ῥυῶ
Πηγές
[επεξεργασία]- ῥύομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥύομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.