καταισχύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταισχύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταισχύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]καταισχύνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταισχύνω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταισχύνω < κατ- + αἰσχύνω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: καταισχύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]καταισχύνω
- καταντροπιάζω, ατιμάζω, εξευτελίζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 12 (10-13)
- πρὸς δ᾽ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶν ἔμβαλε δαίμων, | μή πως οἰνωθέντες, ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν, | ἀλλήλους τρώσητε καταισχύνητέ τε δαῖτα | καὶ μνηστύν· αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος.»
- Αλλά και κάτι σοβαρότερο έχω στον νου μου, έμπνευση θεού: | φοβάμαι μήπως μεθυσμένοι στήσετε μεταξύ σας κάποτε καβγά | κι άσχημα χτυπηθείτε, οπότε θα ντροπιάσετε | και προξενιές και φαγοπότια — τραβά το σίδερο τους άντρες σαν μαγνήτης.”»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πρὸς δ᾽ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶν ἔμβαλε δαίμων, | μή πως οἰνωθέντες, ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν, | ἀλλήλους τρώσητε καταισχύνητέ τε δαῖτα | καὶ μνηστύν· αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος.»
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 609 (608-609)
- εἰ γὰρ πέφυκα τῶνδε τῶν ἔργων ἴδρις, | σχεδόν τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν.
- γιατί αν είμαι όλα τούτα, κάπως λέγω | πως δε ντροπιάζω εσένα που μ᾽ εγέννας.
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- εἰ γὰρ πέφυκα τῶνδε τῶν ἔργων ἴδρις, | σχεδόν τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1220 (1220-1221)
- ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ | ζῶν, ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην—
- Μα την πατρίδα εγώ δε θα ντροπιάσω | ποτέ όσο ζω· θα κάμω του Στρεψιάδη μήνυση εγώ,…
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ | ζῶν, ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην—
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 12 (10-13)
- (για γυναίκα) ατιμάζω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία, 1.49
- πολὺ γὰρ οὕτω δικαιότερον ἢ ὑπὸ τῶν νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι, οἳ κελεύουσι μέν, ἐάν τις μοιχὸν λάβῃ, ὅ τι ἂν οὖν βούληται χρῆσθαι, οἱ δ᾽ ἀγῶνες δεινότεροι τοῖς ἀδικουμένοις καθεστήκασιν ἢ τοῖς παρὰ τοὺς νόμους τὰς ἀλλοτρίας καταισχύνουσι γυναῖκας.
- γιατί κάτι τέτοιο είναι σαφώς πιο δίκαιο από το να παγιδεύονται οι πολίτες από τους νόμους· γιατί ναι μεν ορίζουν οι νόμοι, αν κάποιος συλλάβει επ᾽ αυτοφώρω μοιχό με τη γυναίκα του, να τον μεταχειρίζεται όπως θέλει, οι δικαστικοί αγώνες ωστόσο αποδεικνύονται πιο επικίνδυνοι για τους παθόντες παρά γι᾽ αυτούς που αγνοούν τους νόμους και ατιμάζουν τις γυναίκες των άλλων.
- Μετάφραση: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, @greek‑language.gr
- πολὺ γὰρ οὕτω δικαιότερον ἢ ὑπὸ τῶν νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι, οἳ κελεύουσι μέν, ἐάν τις μοιχὸν λάβῃ, ὅ τι ἂν οὖν βούληται χρῆσθαι, οἱ δ᾽ ἀγῶνες δεινότεροι τοῖς ἀδικουμένοις καθεστήκασιν ἢ τοῖς παρὰ τοὺς νόμους τὰς ἀλλοτρίας καταισχύνουσι γυναῖκας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία, 1.49
- (στη μέση φωνή) νοιώθω μεγάλη ντροπή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1424 (1424-1428)
- ἀλλ᾽ εἰ τὰ θνητῶν μὴ καταισχύνεσθ᾽ ἔτι | γένεθλα, τὴν γοῦν πάντα βόσκουσαν φλόγα | αἰδεῖσθ᾽ ἄνακτος Ἡλίου, τοιόνδ᾽ ἄγος | ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι, τὸ μήτε γῆ | μήτ᾽ ὄμβρος ἱερὸς μήτε φῶς προσδέξεται.
- Όμως εσείς, αν δεν αισθάνεστε ντροπή για την ανθρώπινη υπόσταση, | ας σεβαστείτε κάποτε τη ζωοδότρα φλόγα του βασιλιά Ηλίου | και μην αφήσετε γυμνή τη φρίκη να περιφέρεται. Η γη, | το φως, το ύδωρ το σεμνό την αποστρέφονται.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Φίλιππος, 62 @scaife.perseus
- ἀτυχήσας γὰρ ἐν τῇ ναυμαχίᾳ τῇ περὶ Ἑλλήσποντον οὐ διʼ αὑτὸν ἀλλὰ διὰ τοὺς συνάρχοντας, οἴκαδε μὲν ἀφικέσθαι κατῃσχύνθη, πλεύσας δʼ εἰς Κύπρον χρόνον μέν τινα περὶ τὴν τῶν ἰδίων ἐπιμέλειαν διέτριβεν,
- Ύστερα από την αποτυχία του στη ναυμαχία του Ελλησπόντου, αν και δεν έφταιγε αυτός, μα οι συνάρχοντές του, ντράπηκε να γυρίσει στην πατρίδα του· πήγε λοιπόν τότε στην Κύπρο και για ένα διάστημα ασχολήθηκε με τις προσωπικές τους υποθέσεις.
- Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἀτυχήσας γὰρ ἐν τῇ ναυμαχίᾳ τῇ περὶ Ἑλλήσποντον οὐ διʼ αὑτὸν ἀλλὰ διὰ τοὺς συνάρχοντας, οἴκαδε μὲν ἀφικέσθαι κατῃσχύνθη, πλεύσας δʼ εἰς Κύπρον χρόνον μέν τινα περὶ τὴν τῶν ἰδίων ἐπιμέλειαν διέτριβεν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1424 (1424-1428)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καταισχυμμός
- καταισχυντήρ
- προσκαταισχύνω
- → και δείτε τις λέξεις κατά και αἰσχύνω
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- καταισχύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταισχύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ισοκράτη (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)