metre: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ + Tourkika
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη eo, en, zh, simple, vi, ca, it, io, cs, et, nl, no, lo, te, pl, ta, fr, hy, de, ko, hu, fi, mg, uz, ml, sw, sv, ku, my
Γραμμή 35: Γραμμή 35:
* [[çelik metre]] (2, 3)
* [[çelik metre]] (2, 3)


[[ca:metre]]
[[cs:metre]]
[[de:metre]]
[[en:metre]]
[[eo:metre]]
[[et:metre]]
[[fi:metre]]
[[fr:metre]]
[[hu:metre]]
[[hy:metre]]
[[io:metre]]
[[it:metre]]
[[ko:metre]]
[[ku:metre]]
[[lo:metre]]
[[mg:metre]]
[[ml:metre]]
[[my:metre]]
[[nl:metre]]
[[no:metre]]
[[pl:metre]]
[[simple:metre]]
[[sv:metre]]
[[sw:metre]]
[[ta:metre]]
[[te:metre]]
[[tr:metre]]
[[tr:metre]]
[[uz:metre]]
[[vi:metre]]
[[zh:metre]]

Αναθεώρηση της 14:32, 29 Ιανουαρίου 2013

Ετυμολογία

metre < γαλλική mètre < μέτρον)

Ουσιαστικό

metre (en)

  1. μέτρο
iki metrelik(1) bir metre(2)
ένα μέτρο(2) δύο μέτρων(1)
beş metrelik(1) çelik metre(3)
πεντάμετρο μέτρο(3)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

metre (tr)

  1. το μέτρο, η βασική μονάδα του μήκους στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων.
  2. το μέτρο, το όργανο της μέτρησης μήκους που χρησιμοποιούν κυρίως οι ξυλουργοί και είναι σπαστό.
  3. το μέτρο, γενικά κάθε όργανο μέτρησης μήκους που μπορεί να μετρήσει από ένα μέτρο(1) και πάνω

Κλίση

Παράγωγα

Συνώνυμα