metre: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη wa
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
(7 ενδιάμεσες εκδόσεις από 3 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-en-}}==
=={{-en-}}==
{{en-noun-s}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ fr|EN}} [[mètre]] < [[μέτρον]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ fr|EN}} [[mètre]] < [[μέτρον]])


==={{ουσιαστικό|en}}===
==={{ουσιαστικό|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} {{ετ|βρετ γρ}} & {{l|meter|en}} {{αμερ γρ|00=-}}
# [[μέτρο]]
# [[μέτρο]]


Γραμμή 12: Γραμμή 12:
[[Εικόνα:TapeMeasure.png|thumb|200px|beş metrelik(1) çelik metre(3) <br> πεντάμετρο μέτρο(3)]]
[[Εικόνα:TapeMeasure.png|thumb|200px|beş metrelik(1) çelik metre(3) <br> πεντάμετρο μέτρο(3)]]
==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|mɛt.ˈɾɛ|γλ=tr}}
{{ΔΦΑ|tr|mɛtˈɾɛ}}


==={{ουσιαστικό|tr}}===
==={{ουσιαστικό|tr}}===
Γραμμή 34: Γραμμή 34:
===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
* [[çelik metre]] (2, 3)
* [[çelik metre]] (2, 3)

[[ca:metre]]
[[chr:metre]]
[[cs:metre]]
[[cy:metre]]
[[de:metre]]
[[en:metre]]
[[eo:metre]]
[[et:metre]]
[[fi:metre]]
[[fr:metre]]
[[hu:metre]]
[[hy:metre]]
[[io:metre]]
[[it:metre]]
[[ko:metre]]
[[ku:metre]]
[[lo:metre]]
[[mg:metre]]
[[ml:metre]]
[[my:metre]]
[[nl:metre]]
[[no:metre]]
[[pl:metre]]
[[sh:metre]]
[[simple:metre]]
[[sv:metre]]
[[sw:metre]]
[[ta:metre]]
[[te:metre]]
[[tr:metre]]
[[uz:metre]]
[[vi:metre]]
[[wa:metre]]
[[zh:metre]]

Τελευταία αναθεώρηση της 14:23, 20 Φεβρουαρίου 2023

      ενικός         πληθυντικός  
metre metres

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
metre < γαλλική mètre < μέτρον)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

metre (en) (βρετανική γραφή) & meter (αμερικανική γραφή)

  1. μέτρο
iki metrelik(1) bir metre(2)
ένα μέτρο(2) δύο μέτρων(1)
beş metrelik(1) çelik metre(3)
πεντάμετρο μέτρο(3)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɛtˈɾɛ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

metre (tr)

  1. το μέτρο, η βασική μονάδα του μήκους στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων.
  2. το μέτρο, το όργανο της μέτρησης μήκους που χρησιμοποιούν κυρίως οι ξυλουργοί και είναι σπαστό.
  3. το μέτρο, γενικά κάθε όργανο μέτρησης μήκους που μπορεί να μετρήσει από ένα μέτρο(1) και πάνω

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]