incise

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 12:55, 23 Οκτωβρίου 2022 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py Συντήρηση - en, fr tables - τοποθέτηση πινάκων)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
incise incises

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incise (fr) θηλυκό