don-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

don- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: δίνω

Παράγωγα

[επεξεργασία]