solum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- solum < πρωτο-ινδοευρωπαϊκή *swol-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsolum (la) ουδέτερο
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsolum (la)
- → δείτε τη λέξη solus
Ετυμολογία
επεξεργασία- sōlum < solus
Επίρρημα
επεξεργασία- sōlum
Εκφράσεις
επεξεργασία- non solum... sed etiam... - όχι μόνο... αλλά και...