[go: up one dir, main page]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɹɪˈkɜː(ɹ)/
ενεστώτας recur
γ΄ ενικό ενεστώτα recurs
αόριστος recured
παθητική μετοχή recured
ενεργητική μετοχή recuring

recur (en)

  1. επαναλαμβάνομαι
  2. (πληροφορική) εκτελώ συνάρτηση (function) αναδρομικά (recursively)

Συγγενικά

επεξεργασία