[go: up one dir, main page]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

motif (en)

  1. το μοτίφ
  2. το μοτίβο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
motif motifs

motif (fr) αρσενικό

  1. το μοτίφ
  2. το μοτίβο
  3. το επιχείρημα
  4. το σκεπτικό
  5. ο λόγος
  6. η αιτιολογία