[go: up one dir, main page]

ενεστώτας endanger
γ΄ ενικό ενεστώτα endangers
αόριστος endangered
παθητική μετοχή endangered
ενεργητική μετοχή endangering

  Ετυμολογία

επεξεργασία
endanger < en- + danger

endanger (en)