endanger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | endanger |
γ΄ ενικό ενεστώτα | endangers |
αόριστος | endangered |
παθητική μετοχή | endangered |
ενεργητική μετοχή | endangering |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαendanger (en)
- (μεταβατικό) κινδυνεύω, διακινδυνεύω, θέτω σε κίνδυνο
- ↪ Your health is endangered by smoking.
- Η υγεία σου κινδυνεύει από το κάπνισμα.
- ≈ συνώνυμα: at risk, imperil, jeopardize και threaten
- ↪ Your health is endangered by smoking.