[go: up one dir, main page]

  Ετυμολογία

επεξεργασία
duono < duon + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική duono duonoj
αιτιατική duonon duonojn

duono (eo)

duono de la libroj estas en tre bona stato, τα μισά βιβλία βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση