assurance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- assurance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική assuraunce < παλαιά γαλλική asseurance. Συγχρονικά αναλύεται σε assur(e) + -ance
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /əˈʃʊəɹəns/ & /əˈʃɔːɹəns/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : as‐sur‐ance
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assurance | assurances |
assurance (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assurance | assurances |
assurance (fr) θηλυκό
- η ασφάλεια
- η [{εξασφάλιση]]
- θηλυκό, μόνο στον ενικό η αυτοπεποίθηση, η σιγουριά