Drafts by Ioannis Oikonomopoulos
Ο Ευριπίδης παρουσιάζει στη Μήδεια δύο ήρωες θύματα των ίδιων τους των παθών. Στο παρελθόν ο Ιάσο... more Ο Ευριπίδης παρουσιάζει στη Μήδεια δύο ήρωες θύματα των ίδιων τους των παθών. Στο παρελθόν ο Ιάσονας δέθηκε με όρκους με τη Μήδεια, όχι επειδή ένιωθε αγάπη γι’ αυτήν, αλλά προκειμένου να σώσει τη ζωή του και να πετύχει τον σκοπό του· να επιστρέψει με το Χρυσόμαλλο δέρας στην Ιωλκό. Τώρα που δεν τη χρειάζεται πια την εγκαταλείπει για να παντρευτεί μία άλλη πριγκίπισσα, την οποία επίσης δεν αγαπά, αλλά την εκμεταλλεύεται για να γίνει βασιλιάς. Η Μήδεια καθοδηγείται από τα συναισθήματά της. Είναι μία αδικημένη γυναίκα, αλλά ταυτόχρονα είναι εγωίστρια και αδίστακτη. Σκότωσε τον αδελφό της και πρόδωσε τον πατέρα και την πατρίδα της για να έχει στο πλάι της τον άντρα που θέλει. Τώρα που τον χάνει σκέφτεται πάλι αποκλειστικά τον εαυτό της και δε διστάζει να εξαπολύσει την εκδικητική της μανία ακόμα και εναντίον των ίδιων της των παιδιών. Ο Ευριπίδης αφήνει να ξεδιπλωθούν μπροστά στο κοινό δύο απλοί θνητοί· δύο τραγικοί ήρωες που μπόρεσαν να αγαπήσουν μόνο τον εαυτό τους.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Στους Πέρσες, η ήττα δεν ήταν των Περσών αλλά του αλαζονικού, υβριστή θνητού. Ο Ξέρξης του Αισχύλ... more Στους Πέρσες, η ήττα δεν ήταν των Περσών αλλά του αλαζονικού, υβριστή θνητού. Ο Ξέρξης του Αισχύλου ήταν ένας άνθρωπος υπερόπτης, ο οποίος «προσβάλλει τους θεούς με τόση αναίδεια» (στ. 831). Ο ίδιος ο Δαρείος αποδίδει, την ήττα στην ύβρη του Ξέρξη και των ανδρών του, οι οποίοι τόλμησαν να ζέψουν τον Ελλήσποντο με πλοία και να βεβηλώσουν τους ναούς και τ’ αγάλματα των θεών.
Ο Ηρόδοτος, όπως υποστηρίζει κι ο Αριστοτέλης, επιχειρεί μία πιο αντικειμε-νική περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στην απόφαση του Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας και να χρησιμοποιήσει ως γέφυρα τα πλοία του για να προελαύσει με τον στρατό του. Ο Ξέρξης δεν παρουσιάζεται ως ο υπερόπτης αλαζόνας βασιλιάς που ντρόπιασε τον πατέρα του, αλλά ως ένας νέος βασιλιάς που επιθυμεί να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του και επηρεάζεται από τους συμβούλους του. Και ο Ηρόδοτος, ωστόσο, αναφέρεται στον κίνδυνο της αλαζονείας. Στους Πέρσες, όπως προκύπτει κι από την άποψη του Αριστοτέλη, ο θεατής μπορεί να περάσει από το ειδικό στο γενικό. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι βλέπουν τη δύναμη της πόλης τους να αυξάνεται διαρκώς, καλούνται από τον Αισχύλο, βλέποντας τα παθήματα του Ξέρξη, να προβληματιστούν για τις συνέπειες της αλαζονικής συμπεριφοράς και της υπεροψίας.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Το αττικό δράμα πήρε την τελική του μορφή τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Διδασκαλίες έργων γίνονταν μόνο σ... more Το αττικό δράμα πήρε την τελική του μορφή τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Διδασκαλίες έργων γίνονταν μόνο στα πλαίσια δραματικών αγώνων που διεξάγονταν κατά τη διάρκεια εορτών προς τιμήν του θεού Διονύσου. Σημαντικότερη γιορτή, με πανελλήνια ακτινοβολία, ήταν τα Μεγάλα Διονύσια, την οποία παρακολουθούσαν χιλιάδες άτομα από την Αθήνα και τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Τα έργα συνέθετε ο ποιητής και στις θεατρικές παραστάσεις συμμετείχαν υποκριτές, τα μέλη του Χορού, χοροδιδάσκαλοι, αυλητές κ.α. Τα έξοδα του Χορού και της πολύμηνης προετοιμασίας του αναλάμβανε ο χορηγός. Η νικήτρια ομάδα δεχόταν τιμές και βραβεία, ενώ οι νικητές ποιητές αποκτούσαν μεγάλη φήμη.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Πλήθος Ελλήνων λογίων που σπούδασαν στο εξωτερικό επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφω... more Πλήθος Ελλήνων λογίων που σπούδασαν στο εξωτερικό επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τις οποίες θέλησαν να μεταφέρουν στον ελλαδικό χώρο για να αναδιοργανώσουν την ελληνική παιδεία και να αφυπνίσουν το ελληνικό έθνος, απαγκιστρώνοντάς το από τις δεισιδαιμονίες και την αμάθεια. Πολλοί ήταν αυτοί που υιοθέτησαν στο σύνολό τους τις νέες ιδέες, ενώ άλλοι διατήρησαν μία πιο μετριοπαθή στάση, επιχειρώντας να συγκεράσουν τον αριστοτελισμό με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Η Εκκλησία, αλλά και συντηρητικοί κοσμικοί κύκλοι, αντέδρασαν έντονα στην παρέκκλιση από την παράδοση και το ορθόδοξο δόγμα, φτάνοντας στο σημείο να αφορίσουν λογίους. Οι επιθέσεις, ωστόσο, δεν ήταν οργανωμένες αλλά μεμονωμένες, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε αποτυχία και να επικρατήσουν σταδιακά κάποιες από τις ιδέες του Διαφωτισμού στο νέο ελληνικό κράτος που συστάθηκε μετά την επανάσταση.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Η σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού έναντι ενός ειδωλολατρικού ελληνορωμαϊκού κόσμου είχε σαν... more Η σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού έναντι ενός ειδωλολατρικού ελληνορωμαϊκού κόσμου είχε σαν αποτέλεσμα τη συνεχή πάλη μεταξύ του παλιού, υπεροπτικά σοφού και εχθρικού ελληνορωμαϊκού πνεύματος και του νέου, απλοϊκού και μυστικιστικού χριστιανικού δόγματος. Ευτυχώς για την ανθρωπότητα οι χριστιανοί φιλόσοφοι, οι οποίοι είχαν σπουδάσει σε ελληνικές φιλοσοφικές σχολές και είχαν λάβει την ανώτερη παιδεία, βασιζόμενοι στα θεμέλια του αρχαίου κόσμου, χρησιμοποίησαν τα διανοητικά όπλα του αντιπάλου για να επικρατήσουν, τα οποία και διαιωνίστηκαν μέσω αυτής της συνδιαλλαγής. Η γόνιμη σύζευξη της χριστιανικής πίστης με την ελληνική φιλοσοφία είναι έκδηλη στο έργο του Βασιλείου. Στις Ομιλίες του εις την εξαήμερον είναι φανερή η προσπάθειά του να ερμηνεύσει φιλοσοφικά και να υποστηρίξει επιστημονικά την κοσμογονική έκθεση της Παλαιάς Διαθήκης. Παρουσιάζει ένα κοσμοείδωλο με οξύνοια και κριτική διάθεση, στο οποίο εναρμονίζεται η πατερική σκέψη με την ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, συνδυάζοντας το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα με το καθαρό φιλοσοφικό-επιστημονικό ενδιαφέρον.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Η στάση του Αριστοτέλη στο φαινόμενο της ακρασίας είναι ξεκάθαρα θετική. Αυτό, όμως, που έχει διχ... more Η στάση του Αριστοτέλη στο φαινόμενο της ακρασίας είναι ξεκάθαρα θετική. Αυτό, όμως, που έχει διχάσει τους ερευνητές είναι το εάν, και κατά πόσο, θέλει να δικαιώσει και τα λεγόμενα του Σωκράτη περί ακράτειας. Ο Αριστοτέλης, βασιζόμενος στα δεδομένα της εμπειρίας, απομακρύνεται από την απόλυτη θέση της θεωρίας του Σωκράτη· η σύνδεσή του, όμως, μ’ αυτήν είναι εμφανής, καθώς τα θεμελιώδη στοιχεία της (γνώση-άγνοια) αποτελούν τη βάση για τη δική του διερεύνηση του θέματος. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Αριστοτέλης δεν αμφισβητεί το πρώτο σκέλος, της ύπαρξης, δηλαδή, μιας γενικότερης γνώσης, αλλά το δεύτερο· αυτό της άγνοιας. Ο ακρατής δεν πράττει από άγνοια, έχει γνώση (του ορθού λόγου), τον οποίο, όμως, εγκαταλείπει προσωρινά, εξαιτίας των επιθυμιών-ηδονών. Δεν αμφισβητούνται, επομένως, οι ηθικές του αξίες (σύμφωνα με τη «σωκρατική αρετή»), καθώς, η αναζήτηση των ηδονών δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά, μετά την προσωρινή «ευχαρίστηση» της στιγμής, επανέρχεται στην εφαρμογή του ορθού λόγου.
Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης έκανε διακρίσεις, τόσο ως προς την ύπαρξη διαφορετικών γνωσιακών αντικειμένων όσο και των συνεπαγόμενων μορφών ακρασίας, του έδωσε τη δυνατότητα να αιτιολογήσει την ακρασία, αλλά και να δικαιώσει κατά κάποιο τρόπο τον Σωκράτη· αφού ο ακρατής ξέρει ότι δεν ενεργεί σωστά, τί είδους γνώση έχει όταν πράττει αναλόγως; Γιατί, εάν υπάρχει μια γενική-καθολική γνώση, τότε ο Σωκράτης είχε δίκιο όταν έλεγε δεν μπορεί να υπάρχει κάτι άλλο που να έχει εξουσία επάνω της και να μας κάνει να πράττουμε τα αντίθετα. Επειδή, όμως, το φαινόμενο της ακρασίας είναι υπαρκτό και εμπειρικά αποδεδειγμένο, ο Αριστοτέλης προ-τείνει διαφορετικά είδη γνώσης (καθόλου-καθέκαστα), όπου το ένα, να μπορεί, ενίοτε, να αναιρεί το άλλο, ώστε να δικαιολογείται η ακρατής συμπεριφορά.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στις πόλεις-κράτη του 6ου π.Χ. αιώνα επέφεραν νέε... more Οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στις πόλεις-κράτη του 6ου π.Χ. αιώνα επέφεραν νέες πνευματικές αναζητήσεις, Το ενδιαφέρον εστιάστηκε στον άνθρωπο, αλλά περισσότερο στον κόσμο και τη φύση. Στα βασικά ερωτήματα της κοσμογονίας-κοσμολογίας που προέκυψαν, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, αφού αποστασιοποιήθηκαν από τους μύθους και τις παραδόσεις, απάντησαν με επιχειρήματα, δια-τυπώνοντας τις θεωρίες τους με μια νέα φιλοσοφική-επιστημονική γλώσσα, προβάλλοντας τον ορθό λόγο.
Ο Θαλής πίστευε ότι πρωταρχική ουσία των πάντων είναι το νερό, όπως επίσης ότι ο κόσμος είναι έμψυχος και ζωντανός. Ο Αναξίμανδρος είπε ότι είναι το άπειρον, το οποίο όρισε ως απεριόριστη πηγή ζωής, αλλά και ότι στη φύση επικρατεί δικαιοσύνη, καθώς διέπεται από κανόνες και τάξη. Ο Αναξιμένης θεώρησε ότι η αρχή αλλά και η ουσία της ανθρώπινης ψυχής είναι ο αέρας, η πύκνωση ή η αραίωση του οποίου προκαλεί τις αλλαγές στον φυσικό κόσμο. Βασικό μέρος της διδασκαλίας του Πυθαγόρα ήταν η μετενσάρκωση, ενώ σημαντικό κομμάτι της προσφοράς των Πυθαγορείων είναι η σημασία που έδωσαν στους αριθμούς και την αρμονία. Ο Ξενοφάνης πρόβαλε τον ένα και μοναδικό θεό που κυβερνά τον κόσμο με τον νου, ενώ υποτίμησε την ανθρώπινη γνώση, θεωρώντας ότι υπάρχουν μόνο γνώμες. Με τον Ηράκλειτο, τέλος, ο λόγος απομυθοποιείται, και είναι αυτός που ρυθμίζει τα πάντα με τη συνεχή κίνηση και μεταβολή του.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της ελληνιστικής περιόδου, αναπτύχθηκαν νέα λογοτεχνικά ε... more Μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της ελληνιστικής περιόδου, αναπτύχθηκαν νέα λογοτεχνικά είδη, όπως αυτό της βουκολικής ποίησης. Δημιουργός της θεωρείται ο Θεόκριτος, ο οποίος γράφει ποιήματα-τραγούδια με πρωταγωνιστές τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους της υπαίθρου ή της πόλης, που τραγουδούσαν για τα προβλήματά τους και τον έρωτα. Παρότι χαρακτηρίστηκε επική, κυρίως λόγω της χρήσης του δακτυλικού εξάμετρου, η θεματική της ήταν τελείως διαφορετική. Οι ήρωες απεικονίζονταν πλέον στην καθημερινότητά τους, ενώ μυθικά όντα απομυθοποιήθηκαν και παρουσιάστηκαν μέσα από άλλη οπτική.
Στην προκειμένη περίπτωση, εάν εξαιρέσουμε την ιδιότητά του αλλά και την ευφυΐα του Πολύφημου, που υποτιμάται και από τους δύο ποιητές, ο Κύκλωπας του Θεόκριτου απέχει πολύ από τον Κύκλωπα του Ομήρου. Από τη μια έχουμε έναν ερωτοχτυπημένο, αφελή βοσκό που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η (ερωτική) ανταπόκριση αυτής που αγαπά και από την άλλη έχουμε επίσης έναν βοσκό, αλλά με υπερφυσικές διαστάσεις και τεράστια δύναμη, που στα πλαίσια της επιβίωσης, δεν διστάζει να καταβροχθίσει ακόμη και ανθρώπινη σάρκα.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Αυτό που ξεχωρίζει από τον λόγο των Κορινθίων είναι το θάρρος με το οποίο εκστομίζουν τόσο βαριά ... more Αυτό που ξεχωρίζει από τον λόγο των Κορινθίων είναι το θάρρος με το οποίο εκστομίζουν τόσο βαριά λόγια, ειδικά προς τους ηγέτες της συμμαχίας. Πριν βιαστούμε όμως να «παρεξηγήσουμε» σήμερα τα λόγια αυτά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες της εποχής αλλά και τον τρόπο επικοινωνίας και λειτουργίας αυτών των κοινωνιών. Είναι αρκετές οι γνώσεις μας για τους Σπαρτιάτες ώστε να ισχυριστούμε ότι προσβλήθηκαν όπως ενδεχομένως θα προσβαλλόμασταν εμείς, με τα δεδομένα της δικής μας εποχής; Το σίγουρο είναι ότι πίσω από τα λόγια των Κορινθίων κρύβεται μια μάχη συμφερόντων, η προάσπιση των οποίων είναι πολύ πιο σημαντική από την «ευθιξία» του εκάστοτε αποδέκτη, ακόμα και εάν αυτός λέγεται Σπάρτη. Επομένως, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι λόγοι των συμμάχων έπαιξαν τελικά ρόλο στην απόφαση των Σπαρτιατών, παρά την υποβάθμιση της επίδρασής τους από τον ιστορικό.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Οι ραγδαίες αλλαγές που συντελέστηκαν στο τέλος της αρχαϊκής εποχής με τη σταδιακή διαμόρφωση της... more Οι ραγδαίες αλλαγές που συντελέστηκαν στο τέλος της αρχαϊκής εποχής με τη σταδιακή διαμόρφωση της πόλης-κράτους και την ανάδειξη του ατόμου ως σημαντικού παράγοντα στην εξέλιξή της, σηματοδότησαν τη γέννηση της λυρικής ποίησης. Η επική ποίηση εξακολούθησε να επηρεάζει τους λυρικούς ποιητές, οι οποίοι, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, αποστασιοποιημένοι πλέον από τα ηρωικά ιδεώδη των επών, διαμόρφωσαν το προσωπικό τους ύφος εμπνεόμενοι από τον άνθρωπο και την καθημερινότητά του.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Η, απασχολημένη με τη διαφύλαξη των συνόρων της, ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα μέσα του 3ου αι., έδωσε... more Η, απασχολημένη με τη διαφύλαξη των συνόρων της, ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα μέσα του 3ου αι., έδωσε την επιπλέον ώθηση για την ταχύτατη διάδοση του χριστιανισμού. Οι αναπάντεχοι διωγμοί στις αρχές του 4ου αι., δεν εμπόδισαν τη συνεχή ανοδική του πορεία. Αρχικά νομιμοποιείται και στη συνέχεια γίνεται η επίσημη θρησκεία του κράτους, επικρατώντας των άλλων θρησκειών. Η επικράτηση αυτή δημιουργεί αλλαγές στο θεσμικό της πλαίσιο, καθώς και στην ιεραρχία. Παρά το θρίαμβό της όμως, πολύ σύντομα η Εκκλησία συνταράσσεται από δογματικά ζητήματα που προκαλούν σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό της. Τα προβλήματα αυτά των αιρέσεων παρέμειναν, τουλάχιστον μέχρι τον 7ο αι., καθώς η προσπάθεια αντιμετώπισής τους με τις οικουμενικές συνόδους, δεν ήταν πάντοτε επιτυχής. Η υιοθέτηση της κλασικής παιδείας ήταν ένα επιπλέον όπλο στην αντιμετώπιση των αντιπάλων, παρά το γεγονός ότι υπήρχε πάντα ο φόβος της επιρροής που μπορούσε να ασκήσει στους πιστούς ο κλασικός πολιτισμός, με καταστροφικές για την Εκκλησία συνέπειες.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Η βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελεί φυσική συνέχεια της λαμπρής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτό αποτυπ... more Η βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελεί φυσική συνέχεια της λαμπρής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτό αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στις πρωτοβυζαντινές πόλεις, οι οποίες διατηρούν τα βασικά χαρακτηριστικά των ρωμαϊκών. Μία σειρά φυσικών καταστροφών, εχθρικών επιδρομών και επιδημιών, οδήγησε τις μεσοβυζαντινές πόλεις σε παρακμή, στερώντας τους την παλαιότερη λάμψη τους. Οι πόλεις σταδιακά ανέκαμψαν και κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο είχαν ήδη μεταβληθεί σε κάστρα, με ισχυρά οχυρωματικά έργα. Η διοίκηση των πόλεων ορίζεται από τον αυτοκράτορα και μεταβάλλεται ανά τους αιώνες, για να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που εμφανίζονταν κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Ο γάμος, σαν διαβατήρια τελετή, αποτελούσε ίσως τη σημαντικότερη αλλαγή στη ζωή των αντρών αλλά κ... more Ο γάμος, σαν διαβατήρια τελετή, αποτελούσε ίσως τη σημαντικότερη αλλαγή στη ζωή των αντρών αλλά κυρίως των γυναικών. Είδαμε επίσης τα πολυποίκιλα τελετουργικά στην τέλεση ενός γάμου καθώς και κάποια έθιμα που σήμερα μας φαίνονται ανήκουστα. Είναι γεγονός, ότι οι αντιλήψεις της εποχής (π.χ. ο εγκλεισμός στο σπίτι για την Αθηναία και η «πολυγαμία» στη Σπάρτη), δεν ευνοούσαν την συναισθηματική ταύτιση ούτε την επικοινωνία του ζευγαριού στον έγγαμο βίο. Ο άντρας στην Αθήνα, εξακολουθούσε να έχει τις εταίρες για ηδονή, τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα και τη σύζυγο για το σπίτι. Ούτε όμως η παρεμφερής αγωγή - μόρφωση κοριτσιών και αγοριών στη Σπάρτη αλλά και η μικρή ηλικιακή διαφορά όταν παντρεύονταν, αποσκοπούσε στην προώθηση της συντροφικότητας. Γιατί στην πραγματικότητα, ο γάμος στις ελληνικές πόλεις ήταν ένα σύστημα αναπαραγωγής πολιτών.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Δυστυχώς, επειδή οι πρωτογενείς πηγές που αναφέρονται στη δουλεία είναι λίγες (πινακίδες, έργα τη... more Δυστυχώς, επειδή οι πρωτογενείς πηγές που αναφέρονται στη δουλεία είναι λίγες (πινακίδες, έργα της αρχαίας γραμματείας, επιγραφές, παραστάσεις αγγείων) και όλες καταγεγραμμένες μόνο από την πλευρά των ελεύθερων ανθρώπων, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πώς αντιδρούσαν οι δούλοι στις κοινωνικοπολιτικές μεταβολές του οικείου περιβάλλοντός τους. Η συμβολή τους όμως στον τομέα της οικονομίας κάθε δουλοκτητικής πόλης, εν προκειμένω για τη Σπάρτη και την Αθήνα, ήταν καθοριστική καθώς φρόντιζαν για την οικονομική ευμάρεια των πολιτών και ταυτόχρονα τους αποδέσμευαν από τις βαριές, χειρωνακτικές εργασίες, επιτρέποντάς τους να ασκήσουν το ρόλο τους ως πολίτες – οπλίτες. Και παρότι η ίδια η παραγωγική διαδικασία τους διαφοροποιούσε ανάλογα με τη δραστηριότητά τους, η νομοθεσία τους ενοποιούσε ως μη ελεύθερους απέναντι στους υπόλοιπους ελεύθερους ανθρώπους.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Ο Τσίλλερ με το έργο του, αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της νεοελληνικής παλινόρθωσης. Ήρθ... more Ο Τσίλλερ με το έργο του, αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της νεοελληνικής παλινόρθωσης. Ήρθε στη χώρα μας ως Γερμανός αλλά άφησε την τελευταία του πνοή σαν Έλληνας, σε μια εποχή που ο νεοκλασικισμός ήδη ήταν ακμαίος στην υπόλοιπη «πολιτισμένη» Ευρώπη. Αυτή τη λάμψη του νεοκλασικισμού με τις αρχαιοελληνικές καταβολές, επανέφερε ο Τσίλλερ στην Ελλάδα, με τα τόσα πολλά και σπάνιας ομορφιάς δημιουργήματά του. Δυστυχώς, δεν έφτασαν σε εμάς όλα του τα έργα. Άλλα δεν έγιναν ποτέ, άλλα κατεδαφίστηκαν ή κατέρρευσαν από φυσικές καταστροφές, ήταν όμως αρκετά ώστε δικαίως να χαρακτηριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της νεοελληνικής ιστορίας.
Ο Σπύρος Βασιλείου, επηρεασμένος από τους Ολλανδούς ζωγράφους του μπαρόκ του 17ου αι., απεικόνισε τον αστική καθημερινότητα, υπό την μορφή στιγμιοτύπων, είτε αυτά αφορούσαν σπίτια, δρόμους ή φυσικά τοπία, είτε σκηνές όπου ο άνθρωπος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ποιητής των σχημάτων και των χρωμάτων, προηγήθηκε της εποχής του κάνοντας, όχι μόνο pop-art πριν την pop-art αλλά χρησιμοποίησε μια πιο εκφραστική και λακωνική γλώσσα πριν ακόμα εμφανιστεί και ακμάσει η αφαίρεση και ο σου-ρεαλισμός. Γιατί το ζητούμενο για τον Βασιλείου ήταν να αποσπάσει το περιγραφικό στοιχείο από το ρεαλιστικό του περιβάλλον και να το μεταμορφώσει σε σύμβολο, ώστε να δημιουργήσει στο θεατή μια προσωπική ακολουθία συνειρμών.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Κοινός παρονομαστής των δύο εκπροσώπων της γενιάς του ’30, του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Νικολά... more Κοινός παρονομαστής των δύο εκπροσώπων της γενιάς του ’30, του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Νικολάου, ήταν η αναζήτηση της ελληνικότητας μέσω της επιρροής που άσκησε πάνω τους ο ευρωπαϊκός μοντερνισμός. Όμως, ενώ ο Γκίκας εφάρμοσε της αρχές του κυβισμού, με την γεωμετρικότητα να κυριαρχεί σε όλο του το έργο, ο Νικολάου εφάρμοσε αυτές της αφαίρεσης, καθώς η παρουσίαση του έργου του είναι περισσότερο συναισθηματική παρά εικονιστική.
Για τον Τέτση, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, καθώς όταν ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή, η ελληνικότητα είχε ήδη κατακτηθεί. Κοινός τόπος, η απόδοση του ελληνικού τοπίου μέσα από τις αρχές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, όχι όμως με τα στερεότυπα του κυβισμού, όπως ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας ούτε με αυτά της αφαίρεσης του Νικολάου αλλά δημιουργώντας ένα δικό του, προσωπικό ύφος, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον, φαινομενικά ακατόρθωτο στην αρχή, συγκερασμό φωτός – χρώματος. Και παρότι οι τρεις δημιουργοί δεν απεικόνισαν την «Ύδρα» τους με καθαρή, ακαδημαϊκή τεχνοτροπία, ο καθένας, με το δικό του στυλ, «έπλασε» ένα έργο πλήρως αναγνωρίσιμο στους μυημένους στα ελληνικά εικαστικά δρώμενα.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Η Νέα Μονή της Χίου, όπως και οι Μονές Δαφνίου και Οσίου Λουκά, είναι λαμπρά δείγματα της βυζαντι... more Η Νέα Μονή της Χίου, όπως και οι Μονές Δαφνίου και Οσίου Λουκά, είναι λαμπρά δείγματα της βυζαντινής καλλιτεχνικής δημιουργίας του 11ου αιώνα. Η Νέα Μονή όμως ξεχωρίζει από τα άλλα δύο μνημεία λόγω της άμεσης σχέσης που είχε πάντοτε με την αυτοκρατορική αυλή (μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ιδρύθηκε με αυτοκρατορική χορηγία). Η αρχιτεκτονική της αλλά και ο εσωτερικός της διάκοσμος, την καθιστούν ένα μνημείο μοναδικό, παρά το γεγονός ότι έχει φτάσει στις μέρες μας «τραυματισμένη» από ανθρώπινους και φυσικούς παράγοντες. Κι αν αυτές οι αλλοιώσεις έχουν προκαλέσει αρκετές δυσκολίες στους επιστήμονες στο να παρουσιάσουν μια ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική μελέτη, το έξοχο φυσικό περιβάλλον αλλά και η ακτινοβολία της τέχνης του, προκαλεί δέος και συγκίνηση στον επισκέπτη.
Bookmarks Related papers MentionsView impact
Uploads
Drafts by Ioannis Oikonomopoulos
Ο Ηρόδοτος, όπως υποστηρίζει κι ο Αριστοτέλης, επιχειρεί μία πιο αντικειμε-νική περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στην απόφαση του Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας και να χρησιμοποιήσει ως γέφυρα τα πλοία του για να προελαύσει με τον στρατό του. Ο Ξέρξης δεν παρουσιάζεται ως ο υπερόπτης αλαζόνας βασιλιάς που ντρόπιασε τον πατέρα του, αλλά ως ένας νέος βασιλιάς που επιθυμεί να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του και επηρεάζεται από τους συμβούλους του. Και ο Ηρόδοτος, ωστόσο, αναφέρεται στον κίνδυνο της αλαζονείας. Στους Πέρσες, όπως προκύπτει κι από την άποψη του Αριστοτέλη, ο θεατής μπορεί να περάσει από το ειδικό στο γενικό. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι βλέπουν τη δύναμη της πόλης τους να αυξάνεται διαρκώς, καλούνται από τον Αισχύλο, βλέποντας τα παθήματα του Ξέρξη, να προβληματιστούν για τις συνέπειες της αλαζονικής συμπεριφοράς και της υπεροψίας.
Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης έκανε διακρίσεις, τόσο ως προς την ύπαρξη διαφορετικών γνωσιακών αντικειμένων όσο και των συνεπαγόμενων μορφών ακρασίας, του έδωσε τη δυνατότητα να αιτιολογήσει την ακρασία, αλλά και να δικαιώσει κατά κάποιο τρόπο τον Σωκράτη· αφού ο ακρατής ξέρει ότι δεν ενεργεί σωστά, τί είδους γνώση έχει όταν πράττει αναλόγως; Γιατί, εάν υπάρχει μια γενική-καθολική γνώση, τότε ο Σωκράτης είχε δίκιο όταν έλεγε δεν μπορεί να υπάρχει κάτι άλλο που να έχει εξουσία επάνω της και να μας κάνει να πράττουμε τα αντίθετα. Επειδή, όμως, το φαινόμενο της ακρασίας είναι υπαρκτό και εμπειρικά αποδεδειγμένο, ο Αριστοτέλης προ-τείνει διαφορετικά είδη γνώσης (καθόλου-καθέκαστα), όπου το ένα, να μπορεί, ενίοτε, να αναιρεί το άλλο, ώστε να δικαιολογείται η ακρατής συμπεριφορά.
Ο Θαλής πίστευε ότι πρωταρχική ουσία των πάντων είναι το νερό, όπως επίσης ότι ο κόσμος είναι έμψυχος και ζωντανός. Ο Αναξίμανδρος είπε ότι είναι το άπειρον, το οποίο όρισε ως απεριόριστη πηγή ζωής, αλλά και ότι στη φύση επικρατεί δικαιοσύνη, καθώς διέπεται από κανόνες και τάξη. Ο Αναξιμένης θεώρησε ότι η αρχή αλλά και η ουσία της ανθρώπινης ψυχής είναι ο αέρας, η πύκνωση ή η αραίωση του οποίου προκαλεί τις αλλαγές στον φυσικό κόσμο. Βασικό μέρος της διδασκαλίας του Πυθαγόρα ήταν η μετενσάρκωση, ενώ σημαντικό κομμάτι της προσφοράς των Πυθαγορείων είναι η σημασία που έδωσαν στους αριθμούς και την αρμονία. Ο Ξενοφάνης πρόβαλε τον ένα και μοναδικό θεό που κυβερνά τον κόσμο με τον νου, ενώ υποτίμησε την ανθρώπινη γνώση, θεωρώντας ότι υπάρχουν μόνο γνώμες. Με τον Ηράκλειτο, τέλος, ο λόγος απομυθοποιείται, και είναι αυτός που ρυθμίζει τα πάντα με τη συνεχή κίνηση και μεταβολή του.
Στην προκειμένη περίπτωση, εάν εξαιρέσουμε την ιδιότητά του αλλά και την ευφυΐα του Πολύφημου, που υποτιμάται και από τους δύο ποιητές, ο Κύκλωπας του Θεόκριτου απέχει πολύ από τον Κύκλωπα του Ομήρου. Από τη μια έχουμε έναν ερωτοχτυπημένο, αφελή βοσκό που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η (ερωτική) ανταπόκριση αυτής που αγαπά και από την άλλη έχουμε επίσης έναν βοσκό, αλλά με υπερφυσικές διαστάσεις και τεράστια δύναμη, που στα πλαίσια της επιβίωσης, δεν διστάζει να καταβροχθίσει ακόμη και ανθρώπινη σάρκα.
Ο Σπύρος Βασιλείου, επηρεασμένος από τους Ολλανδούς ζωγράφους του μπαρόκ του 17ου αι., απεικόνισε τον αστική καθημερινότητα, υπό την μορφή στιγμιοτύπων, είτε αυτά αφορούσαν σπίτια, δρόμους ή φυσικά τοπία, είτε σκηνές όπου ο άνθρωπος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ποιητής των σχημάτων και των χρωμάτων, προηγήθηκε της εποχής του κάνοντας, όχι μόνο pop-art πριν την pop-art αλλά χρησιμοποίησε μια πιο εκφραστική και λακωνική γλώσσα πριν ακόμα εμφανιστεί και ακμάσει η αφαίρεση και ο σου-ρεαλισμός. Γιατί το ζητούμενο για τον Βασιλείου ήταν να αποσπάσει το περιγραφικό στοιχείο από το ρεαλιστικό του περιβάλλον και να το μεταμορφώσει σε σύμβολο, ώστε να δημιουργήσει στο θεατή μια προσωπική ακολουθία συνειρμών.
Για τον Τέτση, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, καθώς όταν ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή, η ελληνικότητα είχε ήδη κατακτηθεί. Κοινός τόπος, η απόδοση του ελληνικού τοπίου μέσα από τις αρχές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, όχι όμως με τα στερεότυπα του κυβισμού, όπως ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας ούτε με αυτά της αφαίρεσης του Νικολάου αλλά δημιουργώντας ένα δικό του, προσωπικό ύφος, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον, φαινομενικά ακατόρθωτο στην αρχή, συγκερασμό φωτός – χρώματος. Και παρότι οι τρεις δημιουργοί δεν απεικόνισαν την «Ύδρα» τους με καθαρή, ακαδημαϊκή τεχνοτροπία, ο καθένας, με το δικό του στυλ, «έπλασε» ένα έργο πλήρως αναγνωρίσιμο στους μυημένους στα ελληνικά εικαστικά δρώμενα.
Ο Ηρόδοτος, όπως υποστηρίζει κι ο Αριστοτέλης, επιχειρεί μία πιο αντικειμε-νική περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στην απόφαση του Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας και να χρησιμοποιήσει ως γέφυρα τα πλοία του για να προελαύσει με τον στρατό του. Ο Ξέρξης δεν παρουσιάζεται ως ο υπερόπτης αλαζόνας βασιλιάς που ντρόπιασε τον πατέρα του, αλλά ως ένας νέος βασιλιάς που επιθυμεί να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του και επηρεάζεται από τους συμβούλους του. Και ο Ηρόδοτος, ωστόσο, αναφέρεται στον κίνδυνο της αλαζονείας. Στους Πέρσες, όπως προκύπτει κι από την άποψη του Αριστοτέλη, ο θεατής μπορεί να περάσει από το ειδικό στο γενικό. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι βλέπουν τη δύναμη της πόλης τους να αυξάνεται διαρκώς, καλούνται από τον Αισχύλο, βλέποντας τα παθήματα του Ξέρξη, να προβληματιστούν για τις συνέπειες της αλαζονικής συμπεριφοράς και της υπεροψίας.
Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης έκανε διακρίσεις, τόσο ως προς την ύπαρξη διαφορετικών γνωσιακών αντικειμένων όσο και των συνεπαγόμενων μορφών ακρασίας, του έδωσε τη δυνατότητα να αιτιολογήσει την ακρασία, αλλά και να δικαιώσει κατά κάποιο τρόπο τον Σωκράτη· αφού ο ακρατής ξέρει ότι δεν ενεργεί σωστά, τί είδους γνώση έχει όταν πράττει αναλόγως; Γιατί, εάν υπάρχει μια γενική-καθολική γνώση, τότε ο Σωκράτης είχε δίκιο όταν έλεγε δεν μπορεί να υπάρχει κάτι άλλο που να έχει εξουσία επάνω της και να μας κάνει να πράττουμε τα αντίθετα. Επειδή, όμως, το φαινόμενο της ακρασίας είναι υπαρκτό και εμπειρικά αποδεδειγμένο, ο Αριστοτέλης προ-τείνει διαφορετικά είδη γνώσης (καθόλου-καθέκαστα), όπου το ένα, να μπορεί, ενίοτε, να αναιρεί το άλλο, ώστε να δικαιολογείται η ακρατής συμπεριφορά.
Ο Θαλής πίστευε ότι πρωταρχική ουσία των πάντων είναι το νερό, όπως επίσης ότι ο κόσμος είναι έμψυχος και ζωντανός. Ο Αναξίμανδρος είπε ότι είναι το άπειρον, το οποίο όρισε ως απεριόριστη πηγή ζωής, αλλά και ότι στη φύση επικρατεί δικαιοσύνη, καθώς διέπεται από κανόνες και τάξη. Ο Αναξιμένης θεώρησε ότι η αρχή αλλά και η ουσία της ανθρώπινης ψυχής είναι ο αέρας, η πύκνωση ή η αραίωση του οποίου προκαλεί τις αλλαγές στον φυσικό κόσμο. Βασικό μέρος της διδασκαλίας του Πυθαγόρα ήταν η μετενσάρκωση, ενώ σημαντικό κομμάτι της προσφοράς των Πυθαγορείων είναι η σημασία που έδωσαν στους αριθμούς και την αρμονία. Ο Ξενοφάνης πρόβαλε τον ένα και μοναδικό θεό που κυβερνά τον κόσμο με τον νου, ενώ υποτίμησε την ανθρώπινη γνώση, θεωρώντας ότι υπάρχουν μόνο γνώμες. Με τον Ηράκλειτο, τέλος, ο λόγος απομυθοποιείται, και είναι αυτός που ρυθμίζει τα πάντα με τη συνεχή κίνηση και μεταβολή του.
Στην προκειμένη περίπτωση, εάν εξαιρέσουμε την ιδιότητά του αλλά και την ευφυΐα του Πολύφημου, που υποτιμάται και από τους δύο ποιητές, ο Κύκλωπας του Θεόκριτου απέχει πολύ από τον Κύκλωπα του Ομήρου. Από τη μια έχουμε έναν ερωτοχτυπημένο, αφελή βοσκό που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η (ερωτική) ανταπόκριση αυτής που αγαπά και από την άλλη έχουμε επίσης έναν βοσκό, αλλά με υπερφυσικές διαστάσεις και τεράστια δύναμη, που στα πλαίσια της επιβίωσης, δεν διστάζει να καταβροχθίσει ακόμη και ανθρώπινη σάρκα.
Ο Σπύρος Βασιλείου, επηρεασμένος από τους Ολλανδούς ζωγράφους του μπαρόκ του 17ου αι., απεικόνισε τον αστική καθημερινότητα, υπό την μορφή στιγμιοτύπων, είτε αυτά αφορούσαν σπίτια, δρόμους ή φυσικά τοπία, είτε σκηνές όπου ο άνθρωπος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ποιητής των σχημάτων και των χρωμάτων, προηγήθηκε της εποχής του κάνοντας, όχι μόνο pop-art πριν την pop-art αλλά χρησιμοποίησε μια πιο εκφραστική και λακωνική γλώσσα πριν ακόμα εμφανιστεί και ακμάσει η αφαίρεση και ο σου-ρεαλισμός. Γιατί το ζητούμενο για τον Βασιλείου ήταν να αποσπάσει το περιγραφικό στοιχείο από το ρεαλιστικό του περιβάλλον και να το μεταμορφώσει σε σύμβολο, ώστε να δημιουργήσει στο θεατή μια προσωπική ακολουθία συνειρμών.
Για τον Τέτση, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, καθώς όταν ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή, η ελληνικότητα είχε ήδη κατακτηθεί. Κοινός τόπος, η απόδοση του ελληνικού τοπίου μέσα από τις αρχές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, όχι όμως με τα στερεότυπα του κυβισμού, όπως ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας ούτε με αυτά της αφαίρεσης του Νικολάου αλλά δημιουργώντας ένα δικό του, προσωπικό ύφος, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον, φαινομενικά ακατόρθωτο στην αρχή, συγκερασμό φωτός – χρώματος. Και παρότι οι τρεις δημιουργοί δεν απεικόνισαν την «Ύδρα» τους με καθαρή, ακαδημαϊκή τεχνοτροπία, ο καθένας, με το δικό του στυλ, «έπλασε» ένα έργο πλήρως αναγνωρίσιμο στους μυημένους στα ελληνικά εικαστικά δρώμενα.